|
Η ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ |
|
|
|
Εγείρω |
αφυπνίζω,
ανυψώνω,
ορθώνω,
σηκώνω |
|
Εγκαλώ |
καταγγέλλω,
πηγαίνω κάποιον
στο
δικαστήριο |
|
Εγκεντρίζω |
μπολιάζω,
κεντώ |
|
Εγκολπώνομαι |
αποδέχομαι
κάτι
με
ευχαρίστηση |
|
Εγκύπτω |
επιδίδομαι
με
ιδιαίτερο
ζήλο |
|
Εδραίωμα |
στήριγμα,
βάση |
|
Έδραμε |
έτρεξε |
|
Εθελοθρησκεία |
η
με την θέληση
μας λατρεία
του Θεού |
|
Ειδωλόθυτα |
αυτά που
θυσίαζαν
στα
είδωλα |
|
Εικών |
ομοίωμα,
απεικόνισμα |
|
Ειρημένο |
(λέγομαι)
ειπωμένο |
|
Είρηται |
(λέγομαι)
έχει
λεχθεί |
|
Εισφέρω |
προσφέρω |
|
Έκβαση |
έξοδος, απαλλαγή,
το
τέλος |
|
Εκβολή |
εξαγωγή, απόρριψη |
|
Εκδικητής |
εκδικούμενος,
τιμωρός |
|
Εκδικώ |
ανταποδίδω
το
κακό,
τιμωρώ |
|
Εκεχυμένος |
(χέω)
χύνω,
χυμένος |
|
Εκκλησία |
συνάθροιση
λαού,
το
σύνολο
των
πιστών |
|
Εκλελυμένος |
αποκαμωμένος,
κουρασμένος,
εξαντλημένος |
|
Εκούσιος |
αυτός που
γίνεται
με
την
θέλησή
του |
|
Έκπάλαι |
από παλιά |
|
Εκπίπτω |
πέφτω έξω,
ξεπέφτω,
παύω |
|
Εκπληρώνω |
πληρώ εντελώς,
εκπληρώ
υπόσχεση |
|
Εκπορεύονται |
προέρχονται,
εκπηγάζουν,
εξέρχονται |
|
Έκσταση |
η γρήγορη
όραση
θείων
μυστικών
στον
άνθρωπο |
|
Εκτρέπομαι |
απομακρύνομαι
από την
αρχική
μου
θέση |
|
Έκτρωμα |
το έσχατο
πάντων,
το
ευτελέστερο |
|
Εκφεύγω |
ξεφεύγω |
|
Εκφύω |
γεννώ, παράγω,
φυτρώνω,
βλαστάνω |
|
Εκχέω |
χύνω προς
τα
έξω,
ξεχύνω,
μοιράζω |
|
Ελαύνω |
οδηγώ, τρέχω,
κωπηλατώ |
|
Ελαφρότητα |
επιπολαιότητα,
έλλειψη σοβαρότητας |
|
Έλαχον |
(λαγχάνω
= λαμβάνω
δια
κλήρου),
έτυχον |
|
Ελιμενίσθησαν |
(λιμενίζομαι)
αράζω
στο
λιμάνι |
|
Έλκος |
πληγή |
|
Εμβάλλω |
ρίχνω μέσα,
βάζω |
|
Εμβατεύω |
ενασχολούμαι
εις βάθος |
|
Εμέθεξαν |
(μετέχω
= παίρνω
μέρος
σε
κάτι),
συμμετείχαν |
|
Εμέμφησαν |
(μέμφομαι
= κατηγορώ),
κατηγόρησαν |
|
Εμπαιγμός |
χλευασμός,
περιγέλασμα,
απάτη |
|
Εμπαίζω |
κοροϊδεύω,
εξαπατώ,
χλευάζω |
|
Εμπεριπλέκω |
εμπλέκω, μπερδεύω,
περιπλέκω |
|
Εμπλουτισμός |
πλουτισμός
σε
χρήσιμα
συστατικά |
|
Έμφοβος |
ο κατεχόμενος
από
φόβο |
|
Έμφρονες |
συνετοί, φρόνιμοι |
|
Εμφυσώ |
φυσάω προς
τα
μέσα,
εντός |
|
Εναπελείφθη |
(εναπολείπομαι
= αφήνομαι
πίσω),
απέμεινε |
|
Εναποθέτω |
αποθέτω κάπου,
ακουμπώ,
στηρίζω |
|
Ενδεής |
φτωχός, στερημένος,
ο
έχων
ανάγκη |
|
Ενδημώ |
παραμένω
σε
κάποιον
τόπο |
|
Ενεπλήσθησαν |
(πίπλημι
= γεμίζω,
είμαι
χορτασμένος),
γέμισαν |
|
Ενιαυτός |
το έτος |
|
Εντρυφώ |
ασχολούμαι
με
κάτι
με
συνέπεια |
|
Εξαγνίζω |
καθαρίζω
από
αμαρτία |
|
Εξαγριώνω |
εξοργίζω
σε
μεγάλο
βαθμό |
|
Εξαλείπτω |
σβήνω, καταργώ,
αφανίζω,
διαγράφω |
|
Εξαπατώ |
ξεγελώ, παραπλανώ,
απατώ |
|
Εξάπτομαι |
οργίζομαι,
ανάβω |
|
Έξαψη |
διέργεση,
θυμός |
|
Εξεβλήθη |
(εκβάλλω
= ρίχνω
έξω,
απομακρύνω),
ρίχτηκε
έξω |
|
Εξεγείρω |
ξεσηκώνω,
αφυπνίζω,
διεγείρω |
|
Εξεδίκησε |
(εκδικώ
= παρέχω
δίκιο,
υπερασπίζω,
τιμωρώ),πήρε
το
δίκιο |
|
Εξεκαύθησαν |
(εκκαίω
= καίω
εντελώς,
παροξύνω),
παροξύνθηκαν |
|
Εξεκέντησαν |
(εκκεντώ)
διατρυπώ,
ερεθίζω,
ενοχλώ |
|
Εξέλθη |
(εξέρχομαι
= βγαίνω
έξω),
βγήκε
έξω |
|
Εξεμέσω |
θα κάνω
εμετό |
|
Εξερχόμενα |
αυτά τα
οποία
βγαίνουν |
|
Εξέτεινα |
(εκτείνω
= εξαπλώνω,
τεντώνω),
εξάπλωσα |
|
Έξη |
συνήθεια
από
επανάληψη
ιδίους
πράξεως |
|
Εξηχρειώθησαν |
(εξαχρειώ
= καθιστώ
κάποιον ή
κάτι αχρείο ή
άχρηστο,
διαφθείρω τα
ήθη,
εξευτελίζω),
διεφθάρησαν
ως προς τα ήθη,
εξευτελίστηκαν
|
|
Εξιλέωση |
καθαρισμός
ψυχής
από
αυτοτιμωρία |
|
Εξολοθρεύω |
εξοντώνω,
αφανίζω,
καταστρέφω
εντελώς |
|
Εξουθενώ |
εξευτελίζω,
ταπεινώνω,
περιφρονώ |
|
Έξοχον |
(υπερέχω)
κρατώ κάτι
ψηλά, ισχυρό,
εξαίρετο |
|
Επαγγελία |
υπόσχεση,
αγγελία,
είδηση |
|
Επαίρομαι |
καυχέμαι,
υψώνομαι,
μεγαλαυχώ |
|
Επαίσχυντος |
αυτός που
φέρνει
ντροπή |
|
Επανόρθωση |
διόρθωση,
ανασκευή
ικανοποίηση |
|
Επέθηκεν |
(επιτίθημι
= βάζω
κάτι
πάνω
σε
κάτι
άλλο),
έβαλε |
|
Επειθής |
υπάκουος,
ο
ευκόλως
πειθόμενος |
|
Επεισαγωγή |
(επεισάγω
= προσκομίζω,
γέρνω
μέσα),
εισαγωγή
νέων
προσώπων |
|
Επέκεινα |
περισσότερο,
ακόμα μακρύτερα |
|
Επιβαρύνω |
επαυξάνω
το
βάρος |
|
Επιβουλή |
ύπουλη, δόλια
σκέψη
εναντίον
κάποιου |
|
Επίγνωση |
ακριβής και
ενσυνείδητη
γνώση |
|
Επιείκεια |
ηπιότητα
στη
κρίση
σχετικά
με
σφάλμα |
|
Επιθέτω |
τοποθετώ
κάτι
πάνω
σε
άλλο |
|
Επικαλούμαι |
ονομάζω, επικαλώ,
ζητώ
βοήθεια |
|
Επίκειται |
αναμένεται
να
συμβεί
κάτι
από
στιγμή
σε
στιγμή |
|
Επιλήσμων |
αυτός που
ξεχνά
εύκολα,
ξεχασιάρης |
|
Επίλοιπον |
υπολειπόμενο,
αυτό που
απομένει |
|
Επιμελούμαι |
φροντίζω,
ασχολούμαι
με
ζήλο |
|
Επίορκος |
αυτός που
αθέτησε
υπόσχεση
όρκου |
|
Επιούσιος |
ο καθημερινός,
ο
αναγκαίος
για
την
ύπαρξη |
|
Επιπλήττω |
επιτιμώ, μαλώνω,
ονειδίζω,
ελέγχω |
|
Επισκοπώ |
εξετάζω, βλέπω
από
ψηλά,
επιθεωρώ |
|
Επιστήμων |
αυτός που
γνωρίζει
κάτι
πολύ
καλά |
|
Επιστώθης |
(πιστώ
= δεσμεύω,
βεβαιώνω,
έχω
εμπιστοσύνη),
εβεβαιώθηκες |
|
Επισύρω |
σέρνω προς
το
μέρος
μου,
προς
εμένα |
|
Επισωρεύω |
σωρεύω το
ένα
πάνω
στο
άλλο
|
|
Επιταγή |
διαταγή, προσταγή |
|
Επιτάσσω |
διατάζω, προστάζω,
ενεργώ
επίταξη |
|
Επιτελώ |
εκτελώ, πραγματοποιώ,
αποτελειώνω |
|
Επιτήδειος |
κατάλληλος
για
ορισμένο
σκοπό |
|
Επιτιμώ |
επιπλήττω,
μαλώνω,
προτρέπω |
|
Επίτροπος |
ο διαχειριστής,
ο
επιμελητής |
|
Επιφάνεια |
(επιφαίνω)
εμφάνιση,
φανέρωμα |
|
Επλήσθησαν |
(πίπλημι
= γεμίζω,
είμαι
χορτασμένος),
γέμισαν |
|
Έριδα |
φιλονικία,
λογομαχία,
καβγάς,
διχόνοια |
|
Ερρέθη |
(λέγομαι)
ειπώθη |
|
Έσβεσαν |
(σβέννυμι)
σβήνω,
εξαλείφω |
|
Εσκίρτησε |
τινάζομαι
ξαφνικά,
αναπηδώ |
|
Ετελέσθη |
(τελώ)
τελειώνω,
τελειώθηκε |
|
Ετελεύθη |
(τελευτώμαι
= τελειώνω),
τέλειωσε |
|
Ετεροδιδασκαλος |
όποιος διδάσκει
διαφορετικά
αποκλίνοντας
από
την
αλήθεια |
|
Έτι |
ακόμα, επιπλέον |
|
Έτυπτεν |
(τύπτω
= χτυπώ,
επιτιμώ),
χτυπούσε |
|
Ευαγγελίζω |
φέρνω καλές
ειδήσεις,
ευχάριστα
μηνύματα |
|
Ευαρεστώ |
προκαλώ ευχαρίστηση,
γίνομαι
αρεστός |
|
Ευγνώμων |
αυτός που
αναγνωρίζει
την
προσγενώμενη
χάρη |
|
Ευδοκία |
αγαθή προαίρεση,
ευμένεια,
ευαρέσκεια |
|
Ευδοκιμώ |
επιτυγχάνω,
διακρίνομαι,
αναπτύσσομαι |
|
Ευκατάληπτο |
κατανοητό |
|
Ευλάβεια |
Θεοσέβεια,
σεβασμός
προς
τα
θεία,
σέβας |
|
Ευμετάδοτος |
αυτός που
μεταδίνεται
εύκολα,
μεταδοτικός |
|
Ευνουχισμός |
(μτφ)
εκούσια
νέκρωση
του
γεννετήσιου
ενστίκτου |
|
Ευπορώ |
έχω πόρους
ζωής,
ευημερώ |
|
Ευπρόσδεκτος |
αυτός που
τον
δέχονται
με
ευχαρίστηση |
|
Εύσπλαχνος |
σπλαχνικός,
πονετικός,
ελεήμων |
|
Ευσχημοσύνη |
ευπρέπεια,
σεμνότητα,
καλή
διαγωγή |
|
Ευτελής |
ταπεινός,
μικροπρεπής,
φτηνός |
|
Εύφημος |
αυτός που
έχει
καλή
φήμη |
|
Ευφραίνω |
προξενώ έντονη
ευχαρίστηση,
χαροποιώ |
|
Ευφροσύνη |
μεγάλη χαρά,
ψυχική
απόλαυση |
|
Εφείσθη |
(φείδομαι
= προσέχω,
απέχω,
λυπούμαι),
λυπήθηκε |
|
Εφεξής |
από εδώ
και
πέρα |
|
Εφεύρεση |
επινόηση
νέας
μεθόδου,
νέου
μέσου
|
|
Εχειμάζομαι |
πιέζομαι
από
καταιγίδα,
κινδυνεύω
στο πέλαγος |
|
Έχιδνα |
φαρμακερό
φίδι,
οχιά |