|
Η ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ |
|
|
|
Δάκνω |
δαγκώνω,
(μετ.) κακολογώ,
υβρίζω |
|
Δαμάζω |
εξημερώνω,
τιθασεύω |
|
Δάμαλις
(η) |
κόκκινου
χρώματος
αγελάδα |
|
Δασμός |
φόρος
που επιβάλλεται
στο
εμπόριο |
|
Δέηση |
παράκληση,
ικεσία, προσευχή |
|
Δεισιδαιμονία |
παράλογος
φόβος για υπερφυσικές
δυνάμεις |
|
Δεκάτη |
φόρος
ίσος με το
1/10 της
όλης
ποσότητας |
|
Δεσμά |
οι
αλυσίδες
των
καταδίκων |
|
Δεσπότης |
άρχοντας,
επίσκοπος,
δυνάστης,
κύριος |
|
Δηλονότι
|
δηλαδή |
|
Δηλώ |
δηλώνω, γνωστοποιώ,
ανακοινώνω
επίσημα |
|
Δημηγορώ |
βγάζω
λόγο στον λαό, αγορεύω |
|
Διάβολος |
αυτός
που διαβάλλει,
συκοφαντεί |
|
Διάγω |
διαβαίνω,
ζω, περνώ
τον
καιρό
μου |
|
Διάδημα |
στεφάνι
πολύτιμο
που φοριέται
ως
σύμβολο
εξουσίας |
|
Διαθέτης |
αυτός
που καθορίζει
την
διαθήκη
του |
|
Διαθήκη |
διάταξη, συμφωνία,
συνθήκη Θεού - ανθρώπου |
|
Διαλλαγή |
συμβιβασμός,
συμφιλίωση |
|
Διαμαρτύρομαι |
μαρτυρώ
επισήμως,
ικετεύω,
παρακαλώ |
|
Διαμερίζω |
χωρίζω
τι σε
μέρη,
μοιρασιά |
|
Διανομή |
το
χώρισμα
σε
μέρη,
μοιρασιά |
|
Διαρπάζω |
αρπάζω
δια της
βίας |
|
Διασάφηση |
διευκρίνιση,
εξήγηση, ερμήνευση |
|
Διάταξη |
τακτοποίηση,
διαταγή, προσταγή |
|
Διατρίβω |
διαμονή
σε κάποιον
τόπο |
|
Διαφθείρω |
καταστρέφω,
βλάπτω ηθικά |
|
Διδαχή |
διδασκαλία |
|
Διεγείρω
|
τονώνω, ζωηρεύω, προκαλώ, ξυπνώ |
|
Διεσπαρμένος |
διασκορπισμένος |
|
Διεστραμμένη |
(διαστρέφω)
γυρίζω
ανάποδα,
ασεβής,
στρεβλώνω |
|
Διό
|
γι΄αυτό |
|
Διόσκουροι |
δίδυμοι
αδελφοί τους οποίους θεωρούσαν
προστάτες
της ναυτιλίας
δια
τούτο
έβαζαν
και
τις
σημαίες
τους
στα
πλοία |
|
Δίστομος |
δίκοπος, αυτός που έχει
δύο
όψεις |
|
Διχόνοια |
ασυμφωνία
γνωμών, διαφωνία |
|
Διχοστασία
|
χωρισμός,
διαίρεση,
σχίσμα |
|
Διώκω |
διώχνω, ασκώ δικαστική
πράξη |
|
Δόγμα |
διαταγή,
εντολή νόμου,
κανονισμένη
διάταξη για
χριστιανικό
βίο |
|
Δόλος |
μέσο
ή τέχνασμα
για
εξαπάτηση |
|
Δουλαγωγώ |
υποδουλώνω,
έχω κάποιον
δούλο |
|
Δυσεντερία |
λοιμώδης
αρρώστια
εντέρων |
|
Δυσερμήνευτος |
αυτός
που ερμηνεύεται
δύσκολα |
|
Δώμα |
ταράτσα |