ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

      1:1 Επειδήπερ πολλοί επεχείρησαν ανατάξασθαι διήγησιν περί τών πεπληροφορημένων εν ημίν πραγμάτων, 2 καθώς παρέδοσαν ημίν οι απ' αρχής αυτόπται καί υπηρέται γενόμενοι τούλόγου, 3 έδοξε καμοί παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς καθεξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, 4ίνα επιγνώς περί ών κατηχήθης λόγων τήν ασφάλειαν.

5 Εγένετο εν ταίς ημέραις Ηρώδου βασιλέως τής Ιουδαίας ιερεύς τις ονόματι Ζαχαρίας εξ εφημερίας Αβιά, καί γυνή αυτώ εκ τών θυγατέρων Ααρών, καί τό όνομα αυτής Ελισάβετ. 6 ήσαν δέ δίκαιοι αμφότεροι εναντίον του θεού, πορευόμενοι εν πάσαις ταίς εντολαίς καί δικαιώμασιν του κυρίου άμεμπτοι. 7 καί ουκ ήν αυτοίς τέκνον, καθότι ήν η Ελισάβετ στείρα, καί αμφότεροι προβεβηκότες εν ταίς ημέραις αυτών ήσαν. 8 Εγένετο δέ εν τώ ιερατεύειν αυτόν εν τή τάξει τής εφημερίας αυτού έναντι του θεού, 9 κατά τό έθος τής ιερατείας έλαχε του θυμιάσαι εισελθών εις τόν ναόν του κυρίου, 10 καί πάν τό πλήθος ήν του λαού προσευχόμενον έξω τή ώρα του θυμιάματος. 11 ώφθη δέ αυτώ άγγελος κυρίου εστώς εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. 12 καί εταράχθη Ζαχαρίας ιδών, καί φόβος επέπεσεν επ' αυτόν. 13 είπεν δέ πρός αυτόν ο άγγελος, Μή φοβού, Ζαχαρία, διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, καί η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, καί καλέσεις τό όνομα αυτού Ιωάννην. 14 καί έσται χαρά σοι καί αγαλλίασις, καί πολλοί επί τή γενέσει αυτού χαρήσονται. 15 έσται γάρ μέγας ενώπιον τού κυρίου, καί οίνον καί σίκερα ου μή πίη, καί πνεύματος αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, 16 καί πολλούς τών υιών Ισραήλ επιστρέψει επί κύριον τόν θεόν αυτών. 17 καί αυτός προελεύσεται ενώπιον αυτού εν πνεύματι καί δυνάμει Ηλίου, επιστρέψαι καρδίας πατέρων επί τέκνα καί απειθείς εν φρονήσει δικαίων, ετοιμάσαι κυρίω λαόν κατεσκευασμένον. 18 Καί είπεν Ζαχαρίας πρός τόν άγγελον, Κατά τί γνώσομαι τούτο; εγώ γάρ ειμί πρεσβύτης καί η γυνή μου προβεβηκυία εν ταίς ημέραις αυτής. 19 καί αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτώ, Εγώ ειμί Γαβριήλ ο παρεστηκώς ενώπιον τούθεού, καί απεστάλην λαλήσαι πρός σέ καί ευαγγελίσασθαί σοι ταύτα. 20 καί ιδού έση σιωπών καί μή δυνάμενος λαλήσαι άχρι ης ημέρας γένηται ταύτα, ανθ' ών ουκ επίστευσας τοίς λόγοις μου, οίτινες πληρωθήσονται εις τόν καιρόν αυτών.

21 Καί ήν ο λαός προσδοκών τόν Ζαχαρίαν, καί εθαύμαζον εν τώ χρονίζειν εν τώ ναώ αυτόν. 22 εξελθών δέ ουκ εδύνατο λαλήσαι αυτοίς, καί επέγνωσαν ότι οπτασίαν εώρακεν εν τώ ναώ. καί αυτός ήν διανεύων αυτοίς, καί διέμενεν κωφός. 23 καί εγένετο ώς επλήσθησαν αι ημέραι τής λειτουργίας αυτού απήλθεν εις τόν οίκον αυτού. 24 Μετά δέ ταύτας τάς ημέρας συνέλαβεν Ελισάβετ η γυνή αυτού. καί περιέκρυβεν εαυτήν μήνας πέντε, λέγουσα 25 ότι Ούτως μοι πεποίηκεν κύριος εν ημέραις αίς επείδεν αφελείν όνειδός μου εν ανθρώποις.

26 Εν δέ τώ μηνί τώ έκτω απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ από του θεού εις πόλιν τής Γαλιλαίας ή όνομα Ναζαρέθ27 πρός παρθένον εμνηστευμένην ανδρί ώ όνομα Ιωσήφ εξ οίκου Δαυίδ, καί τό όνομα τής παρθένου Μαριάμ. 28 καί εισελθών πρός αυτήν είπεν, Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο κύριος μετά σού. 29 η δέ επί τώ λόγω διεταράχθη καί διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. 30 καί είπεν ο άγγελος αυτή, Μή φοβού, Μαριάμ, εύρες γάρ χάριν παρά τώ θεώ. 31 καί ιδού συλλήμψη εν γαστρί καί τέξη υιόν, καί καλέσεις τό όνομα αυτού Ιησούν. 32 ούτος έσται μέγας καί υιός υψίστου κληθήσεται, καί δώσει αυτώ κύριος ο θεός τόν θρόνον Δαυίδ του πατρός αυτού, 33 καί βασιλεύσει επί τόν οίκον Ιακώβ εις τούς αιώνας, καί τής βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. 34 είπεν δέ Μαριάμ πρός τόν άγγελον, Πώς έσται τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; 35 καί αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή, Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σέ, καί δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι. διό καί τό γεννώμενον άγιον κληθήσεται, υιός θεού. 36 καί ιδού Ελισάβετ η συγγενίς σου καί αυτή συνείληφεν υιόν εν γήρει αυτής, καί ούτος μήν έκτος εστίν αυτή τή καλουμένη στείρα. 37 ότι ουκ αδυνατήσει παρά τού θεού πάν ρήμα. 38 είπεν δέ Μαριάμ, Ιδού η δούλη κυρίου. γένοιτό μοι κατά τό ρήμά σου. καί απήλθεν απ' αυτής ο άγγελος.

39 Αναστάσα δέ Μαριάμ εν ταίς ημέραις ταύταις επορεύθη εις τήνορεινήν μετά σπουδής εις πόλιν Ιούδα, 40 καί εισήλθεν εις τόν οίκον Ζαχαρίου καί ησπάσατο τήν Ελισάβετ. 41 καί εγένετο ώς ήκουσεν τόν ασπασμόν τής Μαρίας η Ελισάβετ, εσκίρτησεν τό βρέφος εν τή κοιλία αυτής, καί επλήσθη πνεύματος αγίου η Ελισάβετ, 42 καί ανεφώνησεν κραυγή μεγάλη καί είπεν, Ευλογημένη σύ εν γυναιξίν, καί ευλογημένος ο καρπός τής κοιλίας σου. 43 καί πόθεν μοι τούτο ίνα έλθη η μήτηρ του κυρίου μου πρός εμέ; 44 ιδού γάρ ώς εγένετο η φωνή τού ασπασμούσου εις τά ώτά μου, εσκίρτησεν εν αγαλλιάσει τό βρέφος εν τή κοιλία μου. 45 καί μακαρία η πιστεύσασα ότι έσται τελείωσις τοίς λελαλημένοις αυτή παρά κυρίου.

46 Καί είπεν Μαριάμ,

47           Μεγαλύνει η ψυχή μου τόν κύριον,

           καί ηγαλλίασεν τό πνεύμά μου επί τώ θεώ

                                   τώ σωτήρί μου,

48 ότι επέβλεψεν επί τήν ταπείνωσιν τής δούλης αυτού.

                         ιδού γάρ από του νύν μακαριούσίν με

                                   πάσαι αι γενεαί.

49 ότι εποίησέν μοι μεγάλα ο δυνατός,

                         καί άγιον τό όνομα αυτού,

50 καί τό έλεος αυτού εις γενεάς καί γενεάς

                         τοίς φοβουμένοις αυτόν.

51           Εποίησεν κράτος εν βραχίονι αυτού,

                         διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών.

52           καθείλεν δυνάστας από θρόνων

                         καί ύψωσεν ταπεινούς,

53           πεινώντας ενέπλησεν αγαθών

                         καί πλουτούντας εξαπέστειλεν κενούς.

54           αντελάβετο Ισραήλ παιδός αυτού,

                         μνησθήναι ελέους,

55           καθώς ελάλησεν πρός τούς πατέρας ημών,

           τώ Αβραάμ

                         καί τώ σπέρματι αυτού εις τόν αιώνα.

56 Έμεινεν δέ Μαριάμ σύν αυτή ώς μήνας τρείς, καί υπέστρεψεν εις τόν οίκον αυτής.

57 Τή δέ Ελισάβετ επλήσθη ο χρόνος τού τεκείν αυτήν, καί εγέννησεν υιόν. 58 καί ήκουσαν οι περίοικοι καί οι συγγενείς αυτής ότι εμεγάλυνεν κύριος τό έλεος αυτού μετ' αυτής, καί συνέχαιρον αυτή. 59 Καί εγένετο εν τή ημέρα τη ογδόη ήλθον περιτεμείν τό παιδίον, καί εκάλουν αυτό επί τώ ονόματι του πατρός αυτού Ζαχαρίαν. 60 καί αποκριθείσα η μήτηρ αυτού είπεν, Ουχί, αλλά κληθήσεται Ιωάννης. 61 καί είπαν πρός αυτήν ότι Ουδείς εστίν εκ τής συγγενείας σου ός καλείται τώ ονόματι τούτω. 62 ενένευον δέ τώ πατρί αυτού τό τί άν θέλοι καλείσθαι αυτό. 63 καί αιτήσας πινακίδιον έγραψεν λέγων, Ιωάννης εστίν όνομα αυτού. καί εθαύμασαν πάντες. 64 ανεώχθη δέ τό στόμα αυτού παραχρήμα καί η γλώσσα αυτού, καί ελάλει ευλογών τόν θεόν. 65 καί εγένετο επί πάντας φόβος τούς περιοικούντας αυτούς, καί εν όλη τη ορεινή τής Ιουδαίας διελαλείτο πάντα τά ρήματα ταύτα, 66 καί έθεντο πάντες οι ακούσαντες εν τή καρδία αυτών, λέγοντες, Τί άρα τό παιδίον τούτο έσται; καί γάρ χείρ κυρίου ήν μετ' αυτού.

67 Καί Ζαχαρίας ο πατήρ αυτού επλήσθη πνεύματος αγίου καί επροφήτευσεν λέγων,

68           Ευλογητός κύριος ο θεός τού Ισραήλ,

                         ότι επεσκέψατο καί εποίησεν λύτρωσιν

                                   τώ λαώ αυτού,

69 καί ήγειρεν κέρας σωτηρίας ημίν

                         εν οίκω Δαυίδ παιδός αυτού,

70           καθώς ελάλησεν διά στόματος

                         τών αγίων απ' αιώνος προφητών αυτού,

71           σωτηρίαν εξ εχθρών ημών

           καί εκ χειρός πάντων τών μισούντων ημάς.

72           ποιήσαι έλεος μετά τών πατέρων ημών

                         καί μνησθήναι διαθήκης αγίας αυτού,

73           όρκον όν ώμοσεν πρός Αβραάμ τόν πατέρα ημών,

                         τού δούναι ημίν

74           αφόβως εκ χειρός εχθρών

           ρυσθέντας λατρεύειν αυτώ

75 εν οσιότητι καί δικαιοσύνη

                         ενώπιον αυτού πάσαις ταίς ημέραις ημών.

76 Καί σύ δέ, παιδίον, προφήτης υψίστου κληθήση,

                         προπορεύση γάρ ενώπιον κυρίου

                                   ετοιμάσαι οδούς αυτού,

77 τού δούναι γνώσιν σωτηρίας τώ λαώ αυτού

                         εν αφέσει αμαρτιών αυτών,

78 διά σπλάγχνα ελέους θεού ημών,

                         εν οίς επισκέψεται ημάς

               ανατολή εξ ύψους,

79           επιφάναι τοίς εν σκότει

                         καί σκιά θανάτου καθημένοις,

                του κατευθύναι τούς πόδας ημών

                         εις οδόν ειρήνης.

80 Τό δέ παιδίον ηύξανεν καί εκραταιούτο πνεύματι, καί ήν εν ταίς ερήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού πρός τόν Ισραήλ.

     

2:1 Εγένετο δέ εν ταίς ημέραις εκείναις εξήλθεν δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν τήν οικουμένην. 2 αύτη απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος τής Συρίας Κυρηνίου. 3 καί επορεύοντο πάντες απογράφεσθαι, έκαστος εις τήν εαυτού πόλιν. 4 Ανέβη δέ καί Ιωσήφ από τής Γαλιλαίας εκ πόλεως Ναζαρέθ εις τήν Ιουδαίαν εις πόλιν Δαυίδ ήτις καλείται Βηθλέεμ, διά τό είναι αυτόν εξ οίκου καί πατριάς Δαυίδ, 5 απογράψασθαι σύν Μαριάμ τή εμνηστευμένη αυτώ, ούση εγκύω. 6 εγένετο δέ εν τώ είναι αυτούς εκεί επλήσθησαν αι ημέραι τού τεκείν αυτήν, 7 καί έτεκεν τόν υιόν αυτής τόν πρωτότοκον. καί εσπαργάνωσεν αυτόν καί ανέκλινεν αυτόν εν φάτνη, διότι ουκ ήν αυτοίς τόπος εν τώ καταλύματι.

8 Καί ποιμένες ήσαν εν τή χώρα τή αυτή αγραυλούντες καί φυλάσσοντες φυλακάς τής νυκτός επί τήν ποίμνην αυτών. 9 καί άγγελος κυρίου επέστη αυτοίς καί δόξα κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, καί εφοβήθησαν φόβον μέγαν. 10 καί είπεν αυτοίς ο άγγελος, Μή φοβείσθε, ιδού γάρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην ήτις έσται παντί τώ λαώ, 11 ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ ός εστιν Χριστός κύριος εν πόλει Δαυίδ. 12 καί τούτο υμίν τό σημείον, ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον καί κείμενον εν φάτνη. 13 καί εξαίφνης εγένετο σύν τώ αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τόν θεόν καί λεγόντων,

14 Δόξα εν υψίστοις θεώ

                         καί επί γής ειρήνη

                                   εν ανθρώποις ευδοκίας.

15 Καί εγένετο ώς απήλθον απ' αυτών εις τόν ουρανόν οι άγγελοι, οι ποιμένες ελάλουν πρός αλλήλους, Διέλθωμεν δή έως Βηθλέεμ καί ίδωμεν τό ρήμα τούτο τό γεγονός ό ο κύριος εγνώρισεν ημίν. 16 καί ήλθαν σπεύσαντες καί ανεύραν τήν τε Μαριάμ καί τόν Ιωσήφ καί τό βρέφος κείμενον εν τή φάτνη. 17 ιδόντες δέ εγνώρισαν περί του ρήματος του λαληθέντος αυτοίς περί τού παιδίου τούτου. 18 καί πάντες οι ακούσαντες εθαύμασαν περί τών λαληθέντων υπό τών ποιμένων πρός αυτούς. 19 η δέ Μαριάμ πάντα συνετήρει τά ρήματα ταύτα συμβάλλουσα εν τή καρδία αυτής. 20 καί υπέστρεψαν οι ποιμένες δοξάζοντες καί αινούντες τόν θεόν επί πάσιν οίς ήκουσαν καί είδον καθώς ελαλήθη πρός αυτούς.

21 Καί ότε επλήσθησαν ημέραι οκτώ τού περιτεμείν αυτόν, καί εκλήθη τό όνομα αυτού Ιησούς, τό κληθέν υπό τού αγγέλου πρό τού συλλημφθήναι αυτόν εν τή κοιλία.

22 Καί ότε επλήσθησαν αι ημέραι του καθαρισμού αυτών κατά τόν νόμον Μωϋσέως, ανήγαγον αυτόν εις Ιεροσόλυμα παραστήσαι τώ κυρίω, 23 καθώς γέγραπται εν νόμω κυρίου ότι Πάν άρσεν διανοίγον μήτραν άγιον τώ κυρίω κληθήσεται, 24 καί του δούναι θυσίαν κατά τό ειρημένον εν τώ νόμω κυρίου, ζεύγος τρυγόνων ή δύο νοσσούς περιστερών. 25 Καί ιδού άνθρωπος ήν εν Ιερουσαλήμ ώ όνομα Συμεών, καί ο άνθρωπος ούτος δίκαιος καί ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τού Ισραήλ, καί πνεύμα ήν άγιον επ' αυτόν. 26 καί ήν αυτώ κεχρηματισμένον υπό τούπνεύματος του αγίου μή ιδείν θάνατον πρίν ή άν ίδη τόν Χριστόν κυρίου. 27 καί ήλθεν εν τώ πνεύματι εις τό ιερόν. καί εν τώ εισαγαγείν τούς γονείς τό παιδίον Ιησούν τούποιήσαι αυτούς κατά τό ειθισμένον του νόμου περί αυτού 28 καί αυτός εδέξατο αυτό εις τάς αγκάλας καί ευλόγησεν τόν θεόν καί είπεν,

29 Νύν απολύεις τόν δούλόν σου, δέσποτα,

                         κατά τό ρήμά σου εν ειρήνη.

30 ότι είδον οιοφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου

31           ό ητοίμασας

                                   κατά πρόσωπον πάντων τών λαών,

32 φώς εις αποκάλυψιν εθνών

                         καί δόξαν λαού σου Ισραήλ.

33 καί ήν ο πατήρ αυτού καί η μήτηρ θαυμάζοντες επί τοίς λαλουμένοις περί αυτού. 34 καί ευλόγησεν αυτούς Συμεών καί είπεν πρός Μαριάμ τήν μητέρα αυτού, Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν καί ανάστασιν πολλών εν τώ Ισραήλ καί εις σημείον αντιλεγόμενον 35 (καί σού δέ αυτής τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία), όπως άν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί.

36 Καί ήν Άννα προφήτις, θυγάτηρ Φανουήλ, εκ φυλής Ασήρ. αύτη προβεβηκυία εν ημέραις πολλαίς, ζήσασα μετά ανδρός έτη επτά από τής παρθενίας αυτής, 37 καί αυτή χήρα έως ετών ογδοήκοντα τεσσάρων, ή ουκ αφίστατο του ιερού νηστείαις καί δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα καί ημέραν. 38 καί αυτή τή ώρα επιστάσα ανθωμολογείτο τώ θεώ καί ελάλει περί αυτού πάσιν τοίς προσδεχομένοις λύτρωσιν Ιερουσαλήμ.

39 Καί ώς ετέλεσαν πάντα τά κατά τόν νόμον κυρίου, επέστρεψαν εις τήν Γαλιλαίαν εις πόλιν εαυτών Ναζαρέθ. 40 Τό δέ παιδίον ηύξανεν καί εκραταιούτο πληρούμενον σοφία, καί χάρις θεού ήν επ' αυτό.

41 Καί επορεύοντο οι γονείς αυτού κατ' έτος εις Ιερουσαλήμ τή εορτή του πάσχα. 42 καί ότε εγένετο ετών δώδεκα, αναβαινόντων αυτών κατά τό έθος τής εορτής 43 καί τελειωσάντων τάς ημέρας, εν τώ υποστρέφειν αυτούς υπέμεινεν Ιησούς ο παίς εν Ιερουσαλήμ, καί ουκ έγνωσαν οι γονείς αυτού. 44 νομίσαντες δέ αυτόν είναι εν τή συνοδία ήλθον ημέρας οδόν καί ανεζήτουν αυτόν εν τοίς συγγενεύσιν καί τοίς γνωστοίς, 45 καί μή ευρόντες υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ αναζητούντες αυτόν. 46 καί εγένετο μετά ημέρας τρείς εύρον αυτόν εν τώ ιερώ καθεζόμενον εν μέσω τών διδασκάλων καί ακούοντα αυτών καί επερωτώντα αυτούς. 47 εξίσταντο δέ πάντες οι ακούοντες αυτού επί τή συνέσει καί ταίς αποκρίσεσιν αυτού. 48 καί ιδόντες αυτόν εξεπλάγησαν, καί είπεν πρός αυτόν η μήτηρ αυτού, Τέκνον, τί εποίησας ημίν ούτως; ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμέν σε. 49 καί είπεν πρός αυτούς, Τί ότι εζητείτέ με; ουκ ήδειτε ότι εν τοίς του πατρός μου δεί είναί με; 50 καί αυτοί ου συνήκαν τό ρήμα ό ελάλησεν αυτοίς. 51 καί κατέβη μετ' αυτών καί ήλθεν εις Ναζαρέθ, καί ήν υποτασσόμενος αυτοίς. καί η μήτηρ αυτού διετήρει πάντα τά ρήματα εν τή καρδία αυτής. 52 Καί Ιησούς προέκοπτεν εν τή σοφία καί ηλικία καί χάριτι παρά θεώ καί ανθρώποις.

     

3:1 Εν έτει δέ πεντεκαιδεκάτω τής ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τής Ιουδαίας, καί τετρά αρχούντος τής Γαλιλαίας Ηρώδου, Φιλίππου δέ τού αδελφού αυτού τετρά αρχούντος τής Ιτουραίας καί Τραχωνίτιδος χώρας, καί Λυσανίου τής Αβιληνής τετρά αρχούντος, 2 επί αρχιερέως Άννα καί Καϊάφα, εγένετο ρήμα θεού επί Ιωάννην τόν Ζαχαρίου υιόν εν τή ερήμω. 3 καί ήλθεν εις πάσαν τήν περίχωρον τού Ιορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών, 4 ώς γέγραπται εν βίβλω λόγων Ησαίου τού προφήτου,

       Φωνή βοώντος εν τή ερήμω,

                Ετοιμάσατε τήν οδόν κυρίου,

                         ευθείας ποιείτε τάς τρίβους αυτού.

5              πάσα φάραγξ πληρωθήσεται

                         καί πάν όρος καί βουνός ταπεινωθήσεται,

                καί έσται τά σκολιά εις ευθείαν

                         καί αι τραχείαι εις οδούς λείας.

6              καί όψεται πάσα σάρξ τό σωτήριον τού θεού.

7 Έλεγεν ούν τοίς εκπορευομένοις όχλοις βαπτισθήναι υπ' αυτού, Γεννήματα εχιδνών, τίς υπέδειξεν υμίν φυγείν από τής μελλούσης οργής; 8 ποιήσατε ούν καρπούς αξίους τής μετανοίας. καί μή άρξησθε λέγειν εν εαυτοίς, Πατέρα έχομεν τόν Αβραάμ, λέγω γάρ υμίν ότι δύναται ο θεός εκ τών λίθων τούτων εγείραι τέκνα τώ Αβραάμ. 9 ήδη δέ καί η αξίνη πρός τήν ρίζαν τών δένδρων κείται. πάν ούν δένδρον μή ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται καί εις πύρ βάλλεται. 10 Καί επηρώτων αυτόν οι όχλοι λέγοντες, Τί ούν ποιήσωμεν; 11 αποκριθείς δέ έλεγεν αυτοίς,Οέχων δύο χιτώνας μεταδότω τώ μή έχοντι, καί ο έχων βρώματα ομοίως ποιείτω. 12 ήλθον δέ καί τελώναι βαπτισθήναι καί είπαν πρός αυτόν, Διδάσκαλε, τί ποιήσωμεν; 13 ο δέ είπεν πρός αυτούς, Μηδέν πλέον παρά τό διατεταγμένον υμίν πράσσετε. 14 επηρώτων δέ αυτόν καί στρατευόμενοι λέγοντες, Τί ποιήσωμεν καί ημείς; καί είπεν αυτοίς, Μηδένα διασείσητε μηδέ συκοφαντήσητε, καί αρκείσθε τοίς οψωνίοις υμών.

15 Προσδοκώντος δέ του λαού καί διαλογιζομένων πάντων εν ταίς καρδίαις αυτών περί τού Ιωάννου, μήποτε αυτός είη ο Χριστός, 16 απεκρίνατο λέγων πάσιν ο Ιωάννης, Εγώ μέν ύδατι βαπτίζω υμάς. έρχεται δέ ο ισχυρότερός μου, ού ουκ ειμί ικανός λύσαι τόν ιμάντα τών υποδημάτων αυτού. αυτός υμάς βαπτίσει εν πνεύματι αγίω καί πυρί. 17 ού τό πτύον εν τή χειρί αυτού διακαθάραι τήν άλωνα αυτού καί συναγαγείν τόν σίτον εις τήν αποθήκην αυτού, τό δέ άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω. 18 Πολλά μέν ούν καί έτερα παρακαλών ευηγγελίζετο τόν λαόν. 19 ο δέ Ηρώδης ο τετραάρχης, ελεγχόμενος υπ' αυτού περί Ηρωδιάδος τής γυναικός του αδελφού αυτού καί περί πάντων ών εποίησεν πονηρών ο Ηρώδης, 20 προσέθηκεν καί τούτο επί πάσιν καί κατέκλεισεν τόν Ιωάννην εν φυλακή.

21 Εγένετο δέ εν τώ βαπτισθήναι άπαντα τόν λαόν καί Ιησού βαπτισθέντος καί προσευχομένου ανεωχθήναι τόν ουρανόν 22 καί καταβήναι τό πνεύμα τό άγιον σωματικώ είδει ώς περιστεράν επ' αυτόν, καί φωνήν εξ ουρανού γενέσθαι, Σύ εί ο υιός μου ο αγαπητός, εν σοί ευδόκησα.

23 Καί αυτός ήν Ιησούς αρχόμενος ώσεί ετών τριάκοντα, ών υιός, ώς ενομίζετο, Ιωσήφ τούΗλί 24 τού Μαθθάτ τού Λευί τού Μελχί τού Ιανναί τού Ιωσήφ 25 τού Ματταθίου τού Αμώς τού Ναούμ τού Εσλί τού Ναγγαί 26 τού Μάαθ τού Ματταθίου τού ΣεμεΓϊν τού Ιωσήχ τού Ιωδά 27 τού Ιωανάν τού Ρησά τού Ζοροβαβέλ τού Σαλαθιήλ τού Νηρί 28 τού Μελχί τού Αδδί τού Κωσάμ τού Ελμαδάμ τού Ήρ 29 τού Ιησού τού Ελιέζερ τού Ιωρίμ τού Μαθθάτ τού Λευί 30 τού Συμεών τού Ιούδα τού Ιωσήφ τού Ιωνάμ τού Ελιακίμ 31 τού Μελεά τού Μεννά τού Ματταθά τού Ναθάμ τού Δαυίδ 32 τού Ιεσσαί τού Ιωβήδ τού Βόος τού Σαλά τού Ναασσών 33 τού Αμιναδάβ τού Αδμίν τού Αρνί τού Εσρώμ τού Φάρες τού Ιούδα 34 τού Ιακώβ τού Ισαάκ τού Αβραάμ τού Θάρα τού Ναχώρ 35 τού Σερούχ τού Ραγαύ τού Φάλεκ τού Έβερ τού Σαλά 36 τού Καϊνάμ τού Αρφαξάδ τού Σήμ τού Νώε τού Λάμεχ 37 τού Μαθουσαλά τού Ενώχ τού Ιάρετ τού Μαλελεήλ τού Καϊνάμ 38 τού Ενώς τού Σήθ τού Αδάμ τού θεού.

      4:1 Ιησούς δέ πλήρης πνεύματος αγίου υπέστρεψεν από τού Ιορδάνου, καί ήγετο εν τώ πνεύματι εν τή ερήμω 2 ημέρας τεσσεράκοντα πειραζόμενος υπό τούδιαβόλου. καί ουκ έφαγεν ουδέν εν ταίς ημέραις εκείναις, καί συντελεσθεισών αυτών επείνασεν. 3 Είπεν δέ αυτώ ο διάβολος, Ει υιός εί του θεού, ειπέ τώ λίθω τούτω ίνα γένηται άρτος. 4 καί απεκρίθη πρός αυτόν ο Ιησούς, Γέγραπται ότι Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος. 5 Καί αναγαγών αυτόν έδειξεν αυτώ πάσας τάς βασιλείας τής οικουμένης εν στιγμή χρόνου. 6 καί είπεν αυτώ ο διάβολος, Σοί δώσω τήν εξουσίαν ταύτην άπασαν καί τήν δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται καί ώ εάν θέλω δίδωμι αυτήν. 7 σύ ούν εάν προσκυνήσης ενώπιον εμού, έσται σούπάσα. 8 καί αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ, Γέγραπται,

                Κύριον τόν θεόν σου προσκυνήσεις

                         καί αυτώ μόνω λατρεύσεις.

9 Ήγαγεν δέ αυτόν εις Ιερουσαλήμ καί έστησεν επί τό πτερύγιον του ιερού, καί είπεν αυτώ, Ει υιός εί του θεού, βάλε σε αυτόν εντεύθεν κάτω. 10 γέγραπται γάρ ότι

Τοίς αγγέλοις αυτού εντελείται περί σού

του διαφυλάξαι σε,

11 καί ότι

                Επί χειρών αρούσίν σε

                         μήποτε προσκόψης πρός λίθον τόν πόδα σου.

12 καί αποκριθείς είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι Είρηται, Ουκ εκπειράσεις κύριον τόν θεόν σου. 13 Καί συντελέσας πάντα πειρασμόν ο διάβολος απέστη απ' αυτού άχρι καιρού.

14 Καί υπέστρεψεν ο Ιησούς εν τή δυνάμει τού πνεύματος εις τήν Γαλιλαίαν. καί φήμη εξήλθεν καθ' όλης τής περιχώρου περί αυτού. 15 καί αυτός εδίδασκεν εν ταίς συναγωγαίς αυτών, δοξαζόμενος υπό πάντων.

16 Καί ήλθεν εις Ναζαρά, ού ήν τεθραμμένος, καί εισήλθεν κατά τό ειωθός αυτώ εν τή ημέρα τών σαββάτων εις τήν συναγωγήν, καί ανέστη αναγνώναι. 17 καί επεδόθη αυτώ βιβλίον τού προφήτου Ησαίου, καί αναπτύξας τό βιβλίον εύρεν τόν τόπον ού ήν γεγραμμένον,

18           Πνεύμα κυρίου επ' εμέ,

                         ού είνεκεν έχρισέν με

                                   ευαγγελίσασθαι πτωχοίς,

                απέσταλκέν με

                         κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν

                καί τυφλοίς ανάβλεψιν,

                         αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει,

19           κηρύξαι ενιαυτόν κυρίου δεκτόν.

20 καί πτύξας τό βιβλίον αποδούς τώ υπηρέτη εκάθισεν. καί πάντων οι οφθαλμοί εν τή συναγωγή ήσαν ατενίζοντες αυτώ. 21 ήρξατο δέ λέγειν πρός αυτούς ότι Σήμερον πεπλήρωται η γραφή αύτη εν τοίς ωσίν υμών. 22 Καί πάντες εμαρτύρουν αυτώ καί εθαύμαζον επί τοίς λόγοις τής χάριτος τοίς εκπορευομένοις εκ τού στόματος αυτού, καί έλεγον, Ουχί υιός εστίν Ιωσήφ ούτος; 23 καί είπεν πρός αυτούς, Πάντως ερείτε μοι τήν παραβολήν ταύτην. Ιατρέ, θεράπευσον σε αυτόν. όσα ηκούσαμεν γενόμενα εις τήν Καφαρναούμ ποίησον καί ώδε εν τή πατρίδι σου. 24 είπεν δέ, Αμήν λέγω υμίν ότι ουδείς προφήτης δεκτός εστιν εν τή πατρίδι αυτού. 25 επ' αληθείας δέ λέγω υμίν, πολλαί χήραι ήσαν εν ταίς ημέραις Ηλίου εν τώ Ισραήλ, ότε εκλείσθη ο ουρανός επί έτη τρία καί μήνας έξ, ώς εγένετο λιμός μέγας επί πάσαν τήν γήν, 26 καί πρός ουδεμίαν αυτών επέμφθη Ηλίας ει μή εις Σάρεπτα τής Σιδωνίας πρός γυναίκα χήραν. 27 καί πολλοί λεπροί ήσαν εν τώ Ισραήλ επί Ελισαίου τού προφήτου, καί ουδείς αυτών εκαθαρίσθη ει μή Ναιμάν ο Σύρος. 28 καί επλήσθησαν πάντες θυμούεν τή συναγωγή ακούοντες ταύτα, 29 καί αναστάντες εξέβαλον αυτόν έξω τής πόλεως, καί ήγαγον αυτόν έως οφρύος τού όρους εφ' ού η πόλις ωκοδόμητο αυτών, ώστε κατακρημνίσαι αυτόν. 30 αυτός δέ διελθών διά μέσου αυτών επορεύετο.

31 Καί κατήλθεν εις Καφαρναούμ πόλιν τής Γαλιλαίας. καί ήν διδάσκων αυτούς εν τοίς σάββασιν. 32 καί εξεπλήσσοντο επί τή διδαχή αυτού, ότι εν εξουσία ήν ο λόγος αυτού. 33 καί εν τή συναγωγή ήν άνθρωπος έχων πνεύμα δαιμονίου ακαθάρτου, καί ανέκραξεν φωνή μεγάλη, 34 Έα, τί ημίν καί σοί, Ιησού Ναζαρηνέ; ήλθες απολέσαι ημάς; οίδά σε τίς εί, ο άγιος τού θεού. 35 καί επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς λέγων, Φιμώθητι καί έξελθε απ' αυτού. καί ρίψαν αυτόν τό δαιμόνιον εις τό μέσον εξήλθεν απ' αυτού μηδέν βλάψαν αυτόν. 36 καί εγένετο θάμβος επί πάντας, καί συνελάλουν πρός αλλήλους λέγοντες, Τίς ο λόγος ούτος, ότι εν εξουσία καί δυνάμει επιτάσσει τοίς ακαθάρτοις πνεύμασιν, καί εξέρχονται; 37 καί εξεπορεύετο ήχος περί αυτού εις πάντα τόπον τής περιχώρου.

38 Αναστάς δέ από τής συναγωγής εισήλθεν εις τήν οικίαν Σίμωνος. πενθερά δέ τού Σίμωνος ήν συνεχομένη πυρετώ μεγάλω, καί ηρώτησαν αυτόν περί αυτής. 39 καί επιστάς επάνω αυτής επετίμησεν τώ πυρετώ, καί αφήκεν αυτήν. παραχρήμα δέ αναστάσα διηκόνει αυτοίς. 40 Δύνοντος δέ τού ηλίου άπαντες όσοι είχον ασθενούντας νόσοις ποικίλαις ήγαγον αυτούς πρός αυτόν. ο δέ ενί εκάστω αυτών τάς χείρας επιτιθείς εθεράπευεν αυτούς. 41 εξήρχετο δέ καί δαιμόνια από πολλών, κραυγάζοντα καί λέγοντα ότι Σύ εί ο υιός τού θεού. καί επιτιμών ουκ εία αυτά λαλείν, ότι ήδεισαν τόν Χριστόν αυτόν είναι.

42 Γενομένης δέ ημέρας εξελθών επορεύθη εις έρημον τόπον. καί οι όχλοι επεζήτουν αυτόν, καί ήλθον έως αυτού, καί κατείχον αυτόν τού μή πορεύεσθαι απ' αυτών. 43 ο δέ είπεν πρός αυτούς ότι Καί ταίς ετέραις πόλεσιν ευαγγελίσασθαί με δεί τήν βασιλείαν τού θεού, ότι επί τούτο απεστάλην. 44 καί ήν κηρύσσων εις τάς συναγωγάς τής Ιουδαίας.

  

5:1 Εγένετο δέ εν τώ τόν όχλον επικείσθαι αυτώ καί ακούειν τόν λόγον τού θεού καί αυτός ήν εστώς παρά τήν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καί είδεν δύο πλοία εστώτα παρά τήν λίμνην. οι δέ αλιείς απ' αυτών αποβάντες έπλυνον τά δίκτυα. 3 εμβάς δέ εις έν τών πλοίων, ό ήν Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από τής γής επαναγαγείν ολίγον, καθίσας δέ εκ τού πλοίου εδίδασκεν τούς όχλους. 4 ώς δέ επαύσατο λαλών, είπεν πρός τόν Σίμωνα, Επανάγαγε εις τό βάθος καί χαλάσατε τά δίκτυα υμών εις άγραν. 5 καί αποκριθείς Σίμων είπεν, Επιστάτα, δι' όλης νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν, επί δέ τώ ρήματί σου χαλάσω τά δίκτυα. 6 καί τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ, διερρήσσετο δέ τά δίκτυα αυτών. 7 καί κατένευσαν τοίς μετόχοις εν τώ ετέρω πλοίω τού ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς. καί ήλθον, καί έπλησαν αμφότερα τά πλοία ώστε βυθίζεσθαι αυτά. 8 ιδών δέ Σίμων Πέτρος προσέπεσεν τοίς γόνασιν Ιησού λέγων, Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, κύριε. 9 θάμβος γάρ περιέσχεν αυτόν καί πάντας τούς σύν αυτώ επί τή άγρα τών ιχθύων ών συνέλαβον, 10 ομοίως δέ καί Ιάκωβον καί Ιωάννην υιούς Ζεβεδαίου, οί ήσαν κοινωνοί τώ Σίμωνι. καί είπεν πρός τόν Σίμωνα ο Ιησούς, Μή φοβού. από τού νύν ανθρώπους έση ζωγρών. 11 καί καταγαγόντες τά πλοία επί τήν γήν αφέντες πάντα ηκολούθησαν αυτώ.

12 Καί εγένετο εν τώ είναι αυτόν εν μια τών πόλεων καί ιδού ανήρ πλήρης λέπρας. ιδών δέ τόν Ιησούν πεσών επί πρόσωπον εδεήθη αυτού λέγων, Κύριε, εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι. 13 καί εκτείνας τήν χείρα ήψατο αυτού λέγων, Θέλω, καθαρίσθητι. καί ευθέως η λέπρα απήλθεν απ' αυτού. 14 καί αυτός παρήγγειλεν αυτώ μηδενί ειπείν, αλλά απελθών δείξον σε αυτόν τώ ιερεί, καί προσένεγκε περί τού καθαρισμού σου καθώς προσέταξεν Μωϋσής, εις μαρτύριον αυτοίς. 15 διήρχετο δέ μάλλον ο λόγος περί αυτού, καί συνήρχοντο όχλοι πολλοί ακούειν καί θεραπεύεσθαι από τών ασθενειών αυτών. 16 αυτός δέ ήν υποχωρών εν ταίς ερήμοις καί προσευχόμενος.

17 Καί εγένετο εν μιάτών ημερών καί αυτός ήν διδάσκων, καί ήσαν καθήμενοι Φαρισαίοι καί νομοδιδάσκαλοι οί ήσαν εληλυθότες εκ πάσης κώμης τής Γαλιλαίας καί Ιουδαίας καί Ιερουσαλήμ. καί δύναμις κυρίου ήν εις τό ιάσθαι αυτόν. 18 καί ιδού άνδρες φέροντες επί κλίνης άνθρωπον ός ήν παραλελυμένος, καί εζήτουν αυτόν εισενεγκείν καί θείναι αυτόν ενώπιον αυτού. 19 καί μή ευρόντες ποίας εισενέγκωσιν αυτόν διά τόν όχλον αναβάντες επί τό δώμα διά τών κεράμων καθήκαν αυτόν σύν τώ κλινιδίω εις τό μέσον έμπροσθεν τού Ιησού. 20 καί ιδών τήν πίστιν αυτών είπεν, Άνθρωπε, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου. 21 καί ήρξαντο διαλογίζεσθαι οι γραμματείς καί οι Φαρισαίοι λέγοντες, Τίς εστίν ούτος ός λαλεί βλασφημίας; τίς δύναται αμαρτίας αφείναι ει μή μόνος ο θεός; 22 επιγνούς δέ ο Ιησούς τούς διαλογισμούς αυτών αποκριθείς είπεν πρός αυτούς, Τί διαλογίζεσθε εν ταίς καρδίαις υμών; 23 τί εστίν ευκολώτερον, ειπείν, Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου, ή ειπείν, Έγειρε καί περιπάτει; 24 ίνα δέ ειδήτε ότι ο υιός τού ανθρώπου εξουσίαν έχει επί τής γής αφιέναι αμαρτίας, είπεν τώ παραλελυμένω, Σοί λέγω, έγειρε καί άρας τό κλινίδιόν σου πορεύου εις τόν οίκόν σου. 25 καί παραχρήμα αναστάς ενώπιον αυτών, άρας εφ' ό κατέκειτο, απήλθεν εις τόν οίκον αυτού δοξάζων τόν θεόν. 26 καί έκστασις έλαβεν άπαντας καί εδόξαζον τόν θεόν, καί επλήσθησαν φόβου λέγοντες ότι Είδομεν παράδοξα σήμερον.

27 Καί μετά ταύτα εξήλθεν καί εθεάσατο τελώνην ονόματι Λευίν καθήμενον επί τό τελώνιον, καί είπεν αυτώ, Ακολούθει μοι. 28 καί καταλιπών πάντα αναστάς ηκολούθει αυτώ. 29 Καί εποίησεν δοχήν μεγάλην Λευίς αυτώ εν τή οικία αυτού. καί ήν όχλος πολύς τελωνών καί άλλων οί ήσαν μετ' αυτών κατακείμενοι. 30 καί εγόγγυζον οι Φαρισαίοι καί οι γραμματείς αυτών πρός τούς μαθητάς αυτού λέγοντες, Διά τί μετά τών τελωνών καί αμαρτωλών εσθίετε καί πίνετε; 31 καί αποκριθείς ο Ιησούς είπεν πρός αυτούς, Ου χρείαν έχουσιν οι υγιαίνοντες ιατρού αλλά οι κακώς έχοντες. 32 ουκ ελήλυθα καλέσαι δικαίους αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν.

33 Οι δέ είπαν πρός αυτόν, Οι μαθηταί Ιωάννου νηστεύουσιν πυκνά καί δεήσεις ποιούνται, ομοίως καί οι τών Φαρισαίων, οι δέ σοί εσθίουσιν καί πίνουσιν. 34 ο δέ Ιησούς είπεν πρός αυτούς, Μή δύνασθε τούς υιούς τού νυμφώνος εν ώ ο νυμφίος μετ' αυτών εστίν ποιήσαι νηστεύσαι; 35 ελεύσονται δέ ημέραι, καί όταν απαρθή απ' αυτών ο νυμφίος τότε νηστεύσουσιν εν εκείναις ταίς ημέραις. 36 Έλεγεν δέ καί παραβολήν πρός αυτούς ότι Ουδείς επίβλημα από ιματίου καινού σχίσας επιβάλλει επί ιμάτιον παλαιόν. ει δέ μή γε, καί τό καινόν σχίσει καί τώ παλαιώ ου συμφωνήσει τό επίβλημα τό από τού καινού. 37 καί ουδείς βάλλει οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς. ει δέ μή γε, ρήξει ο οίνος ο νέος τούς ασκούς, καί αυτός εκχυθήσεται καί οι ασκοί απολούνται. 38 αλλά οίνον νέον εις ασκούς καινούς βλητέον. 39 καί ουδείς πιών παλαιόν θέλει νέον. λέγει γάρ,Ο παλαιός χρηστός εστίν.

6:1 Εγένετο δέ εν σαββάτω διαπορεύεσθαι αυτόν διά σπορίμων, καί έτιλλον οι μαθηταί αυτού καί ήσθιον τούς στάχυας ψώχοντες ταίς χερσίν. 2 τινές δέ τών Φαρισαίων είπαν, Τί ποιείτε ό ουκ έξεστιν τοίς σάββασιν; 3 καί αποκριθείς πρός αυτούς είπεν ο Ιησούς, Ουδέ τούτο ανέγνωτε ό εποίησεν Δαυίδ ότε επείνασεν αυτός καί οι μετ' αυτού όντες; 4 ώς εισήλθεν εις τόν οίκον του θεού καί τούς άρτους τής προθέσεως λαβών έφαγεν καί έδωκεν τοίς μετ' αυτού, ούς ουκ έξεστιν φαγείν ει μή μόνους τούς ιερείς; 5 καί έλεγεν αυτοίς, Κύριός εστιν του σαββάτου ο υιός τού ανθρώπου.

6 Εγένετο δέ εν ετέρω σαββάτω εισελθείν αυτόν εις τήν συναγωγήν καί διδάσκειν. καί ήν άνθρωπος εκεί καί η χείρ αυτού η δεξιά ήν ξηρά. 7 παρετηρούντο δέ αυτόν οι γραμματείς καί οι Φαρισαίοι ει εν τώ σαββάτω θεραπεύει, ίνα εύρωσιν κατηγορείν αυτού. 8 αυτός δέ ήδει τούς διαλογισμούς αυτών, είπεν δέ τώ ανδρί τώ ξηράν έχοντι τήν χείρα, Έγειρε καί στήθι εις τό μέσον. καί αναστάς έστη. 9 είπεν δέ ο Ιησούς πρός αυτούς, Επερωτώ υμάς, ει έξεστιν τώ σαββάτω αγαθοποιήσαι ή κακοποιήσαι, ψυχήν σώσαι ή απολέσαι; 10 καί περιβλεψάμενος πάντας αυτούς είπεν αυτώ, Έκτεινον τήν χείρά σου. ο δέ εποίησεν, καί απεκατεστάθη η χείρ αυτού. 11 αυτοί δέ επλήσθησαν ανοίας, καί διελάλουν πρός αλλήλους τί άν ποιήσαιεν τώ Ιησού.

12 Εγένετο δέ εν ταίς ημέραις ταύταις εξελθείν αυτόν εις τό όρος προσεύξασθαι, καί ήν διανυκτερεύων εν τή προσευχή τού θεού. 13 καί ότε εγένετο ημέρα, προσεφώνησεν τούς μαθητάς αυτού, καί εκλεξάμενος απ' αυτών δώδεκα, ούς καί αποστόλους ωνόμασεν, 14 Σίμωνα, όν καί ωνόμασεν Πέτρον, καί Ανδρέαν τόν αδελφόν αυτού, καί Ιάκωβον καί Ιωάννην καί Φίλιππον καί Βαρθολομαίον 15 καί Μαθθαίον καί Θωμάν καί Ιάκωβον Αλφαίου καί Σίμωνα τόν καλούμενον Ζηλωτήν 16 καί Ιούδαν Ιακώβου καί Ιούδαν Ισκαριώθ, ός εγένετο προδότης.

17 Καί καταβάς μετ' αυτών έστη επί τόπου πεδινού, καί όχλος πολύς μαθητών αυτού, καί πλήθος πολύ του λαού από πάσης τής Ιουδαίας καί Ιερουσαλήμ καί τής παραλίου Τύρου καί Σιδώνος, 18 οί ήλθον ακούσαι αυτού καί ιαθήναι από τών νόσων αυτών. καί οι ενοχλούμενοι από πνευμάτων ακαθάρτων εθεραπεύοντο. 19 καί πάς ο όχλος εζήτουν άπτεσθαι αυτού, ότι δύναμις παρ' αυτού εξήρχετο καί ιάτο πάντας.

20 Καί αυτός επάρας τούς οφθαλμούς αυτού είς τούς μαθητάς αυτού έλεγεν,

                Μακάριοι οι πτωχοί,

                         ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία τού θεού.

21 μακάριοι οι πεινώντες νύν,

                         ότι χορτασθήσεσθε.

                μακάριοι οι κλαίοντες νύν,

                         ότι γελάσετε.

22 μακάριοί έστε όταν μισήσωσιν υμάς οι άνθρωποι, καί όταν αφορίσωσιν υμάς καίονειδίσωσιν καί εκβάλωσιν τό όνομα υμών ώς πονηρόν ένεκα τού υιού τού ανθρώπου. 23 χάρητε εν εκείνη τή ημέρα καί σκιρτήσατε, ιδού γάρ ο μισθός υμών πολύς εν τώ ουρανώ. κατά τά αυτά γάρ εποίουν τοίς προφήταις οι πατέρες αυτών.

24 Πλήν ουαί υμίν τοίς πλουσίοις,

                         ότι απέχετε τήν παράκλησιν υμών.

25 ουαί υμίν, οι εμπεπλησμένοι νύν,

                         ότι πεινάσετε.

                ουαί, οι γελώντες νύν,

                         ότι πενθήσετε καί κλαύσετε.

26 ουαί όταν υμάς καλώς είπωσιν πάντες οι άνθρωποι, κατά τά αυτά γάρ εποίουν τοίς ψευδοπροφήταις οι πατέρες αυτών.

27 Αλλά υμίν λέγω τοίς ακούουσιν, αγαπάτε τούς εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοίς μισούσιν υμάς, 28 ευλογείτε τούς καταρωμένους υμάς, προσεύχεσθε περί τών επηρεαζόντων υμάς. 29 τώ τύπτοντι σε επί τήν σιαγόνα πάρεχε καί τήν άλλην, καί από τού αίροντός σου τό ιμάτιον καί τόν χιτώνα μή κωλύσης. 30 παντί αιτούντι σε δίδου, καί από τού αίροντος τά σά μή απαίτει. 31 καί καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ποιείτε αυτοίς ομοίως. 32 καί ει αγαπάτε τούς αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; καί γάρ οι αμαρτωλοί τούς αγαπώντας αυτούς αγαπώσιν. 33 καί γάρ εάν αγαθοποιήτε τούς αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; καί οι αμαρτωλοί τό αυτό ποιούσιν. 34 καί εάν δανίσητε παρ' ών ελπίζετε λαβείν, ποία υμίν χάρις εστίν; καί αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανίζουσιν ίνα απολάβωσιν τά ίσα. 35 πλήν αγαπάτε τούς εχθρούς υμών καί αγαθοποιείτε καί δανίζετε μηδέν απελπίζοντες. καί έσται ο μισθός υμών πολύς, καί έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τούς αχαρίστους καί πονηρούς. 36 Γίνεσθε οικτίρμονες καθώς καί ο πατήρ υμών οικτίρμων εστίν.

37 Καί μή κρίνετε, καί ου μή κριθήτε. καί μή καταδικάζετε, καί ου μή καταδικασθήτε. απολύετε, καί απολυθήσεσθε. 38 δίδοτε, καί δοθήσεται υμίν. μέτρον καλόν πεπιεσμένον σεσαλευμένον υπερεκχυννόμενον δώσουσιν εις τόν κόλπον υμών. ώ γάρ μέτρω μετρείτε αντιμετρηθήσεται υμίν. 39 Είπεν δέ καί παραβολήν αυτοίς. Μήτι δύναται τυφλός τυφλόν οδηγείν; ουχί αμφότεροι εις βόθυνον εμπεσούνται; 40 ουκ εστίν μαθητής υπέρ τόν διδάσκαλον, κατηρτισμένος δέ πάς έσται ώς ο διδάσκαλος αυτού. 41 Τί δέ βλέπεις τό κάρφος τό εν τώ οφθαλμώ τού αδελφού σου, τήν δέ δοκόν τήν εν τώ ιδίω οφθαλμώ ου κατανοείς; 42 πώς δύνασαι λέγειν τώ αδελφώ σου, Αδελφέ, άφες εκβάλω τό κάρφος τό εν τώ οφθαλμώ σου, αυτός τήν εν τώ οφθαλμώ σού δοκόν ου βλέπων; υποκριτά, έκβαλε πρώτον τήν δοκόν εκ τού οφθαλμού σού, καί τότε διαβλέψεις τό κάρφος τό εν τώ οφθαλμώ τού αδελφού σου εκβαλείν.

43 Ου γάρ εστίν δένδρον καλόν ποιούν καρπόν σαπρόν, ουδέ πάλιν δένδρον σαπρόν ποιούν καρπόν καλόν. 44 έκαστον γάρ δένδρον εκ τού ιδίου καρπού γινώσκεται. ου γάρ εξ ακανθών συλλέγουσιν σύκα, ουδέ εκ βάτου σταφυλήν τρυγώσιν. 45 ο αγαθός άνθρωπος εκ τού αγαθού θησαυρού τής καρδίας προφέρει τό αγαθόν, καί ο πονηρός εκ τού πονηρού προφέρει τό πονηρόν. εκ γάρ περισσεύματος καρδίας λαλεί τό στόμα αυτού.

46 Τί δέ με καλείτε, Κύριε κύριε, καί ου ποιείτε ά λέγω; 47 πάς ο ερχόμενος πρός με καί ακούων μου τών λόγων καί ποιών αυτούς, υποδείξω υμίν τίνι εστίν όμοιος. 48 όμοιός εστίν ανθρώπω οικοδομούντι οικίαν ός έσκαψεν καί εβάθυνεν καί έθηκεν θεμέλιον επί τήν πέτραν. πλημμύρης δέ γενομένης προσέρηξεν ο ποταμός τή οικία εκείνη, καί ουκ ίσχυσεν σαλεύσαι αυτήν διά τό καλώς οικοδομήσθαι αυτήν. 49 ο δέ ακούσας καί μή ποιήσας όμοιός εστίν ανθρώπω οικοδομήσαντι οικίαν επί τήν γήν χωρίς θεμελίου, ή προσέρηξεν ο ποταμός, καί ευθύς συνέπεσεν, καί εγένετο τό ρήγμα τής οικίας εκείνης μέγα.

  

7:1 Επειδή επλήρωσεν πάντα τά ρήματα αυτούεις τάς ακοάς του λαού, εισήλθεν εις Καφαρναούμ. 2 Εκατοντάρχου δέ τινος δούλος κακώς έχων ήμελλεν τελευτάν, ός ήν αυτώ έντιμος. 3 ακούσας δέ περί τού Ιησού απέστειλεν πρός αυτόν πρεσβυτέρους τών Ιουδαίων, ερωτών αυτόν όπως ελθών διασώση τόν δούλον αυτού. 4 οι δέ παραγενόμενοι πρός τόν Ιησούν παρεκάλουν αυτόν σπουδαίως, λέγοντες ότι Άξιός εστίν ώ παρέξη τούτο, 5 αγαπά γάρ τό έθνος ημών καί τήν συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν. 6 ο δέ Ιησούς επορεύετο σύν αυτοίς. ήδη δέ αυτού ου μακράν απέχοντος από τής οικίας έπεμψεν φίλους ο εκατοντάρχης λέγων αυτώ, Κύριε, μή σκύλλου, ου γάρ ικανός ειμί ίνα υπό τήν στέγην μου εισέλθης. 7 διό ουδέ εμαυτόν ηξίωσα πρός σέ ελθείν. αλλά ειπέ λόγω, καί ιαθήτω ο παίς μου. 8 καί γάρ εγώ άνθρωπός ειμί υπό εξουσίαν τασσόμενος, έχων υπ' εμαυτόν στρατιώτας, καί λέγω τούτω, Πορεύθητι, καί πορεύεται, καί άλλω, Έρχου, καί έρχεται, καί τώ δούλω μου, Ποίησον τούτο, καί ποιεί. 9 ακούσας δέ ταύτα ο Ιησούς εθαύμασεν αυτόν, καί στραφείς τώ ακολουθούντι αυτώ όχλω είπεν, Λέγω υμίν, ουδέ εν τώ Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. 10 καί υποστρέψαντες εις τόν οίκον οι πεμφθέντες εύρον τόν δούλον υγιαίνοντα.

11 Καί εγένετο εν τώ εξής επορεύθη εις πόλιν καλουμένην Ναίν, καί συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού καί όχλος πολύς. 12 ώς δέ ήγγισεν τή πύλη τής πόλεως, καί ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς μονογενής υιός τή μητρί αυτού, καί αυτή ήν χήρα, καί όχλος τής πόλεως ικανός ήν σύν αυτή. 13 καί ιδών αυτήν ο κύριος εσπλαγχνίσθη επ' αυτή καί είπεν αυτή, Μή κλαίε. 14 καί προσελθών ήψατο τής σορού, οι δέ βαστάζοντες έστησαν, καί είπεν, Νεανίσκε, σοί λέγω, εγέρθητι. 15 καί ανεκάθισεν ο νεκρός καί ήρξατο λαλείν, καί έδωκεν αυτόν τή μητρί αυτού. 16 έλαβεν δέ φόβος πάντας, καί εδόξαζον τόν θεόν λέγοντες ότι Προφήτης μέγας ηγέρθη εν ημίν, καί ότι Επεσκέψατο ο θεός τόν λαόν αυτού. 17 καί εξήλθεν ο λόγος ούτος εν όλη τή Ιουδαία περί αυτού καί πάση τή περιχώρω.

18 Καί απήγγειλαν Ιωάννη οι μαθηταί αυτού περί πάντων τούτων. καί προσκαλεσάμενος δύο τινάς τών μαθητών αυτού ο Ιωάννης 19 έπεμψεν πρός τόν κύριον λέγων, Σύ εί ο ερχόμενος ή άλλον προσδοκώμεν; 20 παραγενόμενοι δέ πρός αυτόν οι άνδρες είπαν, Ιωάννης ο βαπτιστής απέστειλεν ημάς πρός σέ λέγων, Σύ εί ο ερχόμενος ή άλλον προσδοκώμεν; 21 εν εκείνη τή ώρα εθεράπευσεν πολλούς από νόσων καί μαστίγων καί πνευμάτων πονηρών, καί τυφλοίς πολλοίς εχαρίσατο βλέπειν. 22 καί αποκριθείς είπεν αυτοίς, Πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη ά είδετε καί ηκούσατε. τυφλοί αναβλέπουσιν, χωλοί περιπατούσιν, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ακούουσιν, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται. 23 καί μακάριός εστίν ός εάν μή σκανδαλισθή εν εμοί. 24 Απελθόντων δέ τών αγγέλων Ιωάννου ήρξατο λέγειν πρός τούς όχλους περί Ιωάννου, Τί εξήλθατε εις τήν έρημον θεάσασθαι; κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον; 25 αλλά τί εξήλθατε ιδείν; άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον; ιδού οι εν ιματισμώ ενδόξω καί τρυφή υπάρχοντες εν τοίς βασιλείοις εισίν. 26 αλλά τί εξήλθατε ιδείν; προφήτην; ναί, λέγω υμίν, καί περισσότερον προφήτου. 27 ούτός εστίν περί ού γέγραπται,

       Ιδού αποστέλλω τόν άγγελόν μου

                         πρό προσώπου σου,

                ός κατασκευάσει τήν οδόν σου έμπροσθέν σου.

28 λέγω υμίν, μείζων εν γεννητοίς γυναικών Ιωάννου ουδείς εστίν. ο δέ μικρότερος εν τή βασιλεία του θεού μείζων αυτού εστίν. 29 (Καί πάς ο λαός ακούσας καί οι τελώναι εδικαίωσαν τόν θεόν, βαπτισθέντες τό βάπτισμα Ιωάννου. 30 οι δέ Φαρισαίοι καί οι νομικοί τήν βουλήν τού θεού η θέτησαν εις εαυτούς, μή βαπτισθέντες υπ' αυτού).

31 Τίνι ούν ομοιώσω τούς ανθρώπους τής γενεάς ταύτης, καί τίνι εισίν όμοιοι; 32 όμοιοί εισίν παιδίοις τοίς εν αγορά καθημένοις καί προσφωνούσιν αλλήλοις, ά λέγει,

                Ηυλήσαμεν υμίν καί ουκ ωρχήσασθε.

                         εθρηνήσαμεν καί ουκ εκλαύσατε.

33 ελήλυθεν γάρ Ιωάννης ο βαπτιστής μή εσθίων άρτον μήτε πίνων οίνον, καί λέγετε, Δαιμόνιον έχει. 34 ελήλυθεν ο υιός τού ανθρώπου εσθίων καί πίνων, καί λέγετε, Ιδού άνθρωπος φάγος καί οινοπότης, φίλος τελωνών καί αμαρτωλών. 35 καί εδικαιώθη η σοφία από πάντων τών τέκνων αυτής.

36 Ηρώτα δέ τις αυτόν τών Φαρισαίων ίνα φάγη μετ' αυτού. καί εισελθών εις τόν οίκον τού Φαρισαίου κατεκλίθη. 37 καί ιδού γυνή ήτις ήν εν τή πόλει αμαρτωλός, καί επιγνούσα ότι κατάκειται εν τή οικία τού Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου 38 καί στάσα οπίσω παρά τούς πόδας αυτού κλαίουσα, τοίς δάκρυσιν ήρξατο βρέχειν τούς πόδας αυτού καί ταίς θριξίν τής κεφαλής αυτής εξέμασσεν, καί κατεφίλει τούς πόδας αυτού καί ήλειφεν τώ μύρω. 39 ιδών δέ ο Φαρισαίος ο καλέσας αυτόν είπεν εν εαυτώ λέγων, Ούτος ει ήν προφήτης, εγίνωσκεν άν τίς καί ποταπή η γυνή ήτις άπτεται αυτού, ότι αμαρτωλός εστίν. 40 καί αποκριθείς ο Ιησούς είπεν πρός αυτόν, Σίμων, έχω σοί τι ειπείν. ο δέ, Διδάσκαλε, ειπέ, φησίν. 41 δύο χρεοφειλέται ήσαν δανιστή τινι. ο είς ώφειλεν δηνάρια πεντακόσια, ο δέ έτερος πεντήκοντα. 42 μή εχόντων αυτών αποδούναι αμφοτέροις εχαρίσατο. τίς ούν αυτών πλείον αγαπήσει αυτόν; 43 αποκριθείς Σίμων είπεν, Υπολαμβάνω ότι ώ τό πλείον εχαρίσατο. ο δέ είπεν αυτώ, Ορθώς έκρινας. 44 καί στραφείς πρός τήν γυναίκα τώ Σίμωνι έφη, Βλέπεις ταύτην τήν γυναίκα; εισήλθόν σου εις τήν οικίαν, ύδωρ μοι επί πόδας ουκ έδωκας. αύτη δέ τοίς δάκρυσιν έβρεξέν μου τούς πόδας καί ταίς θριξίν αυτής εξέμαξεν. 45 φίλημά μοι ουκ έδωκας. αύτη δέ αφ' ης εισήλθον ου διέλιπεν καταφιλούσά μου τούς πόδας. 46 ελαίω τήν κεφαλήν μου ουκ ήλειψας. αύτη δέ μύρω ήλειψεν τούς πόδας μου. 47 ού χάριν λέγω σοι, αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησεν πολύ. ώ δέολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά. 48 είπεν δέ αυτή, Αφέωνταί σου αι αμαρτίαι. 49 καί ήρξαντο οι συνανακείμενοι λέγειν εν εαυτοίς, Τίς ούτός εστίν ός καί αμαρτίας αφίησιν; 50 είπεν δέ πρός τήν γυναίκα, Η πίστις σου σέσωκεν σε. πορεύου εις ειρήνην.

8:1 Καί εγένετο εν τώ καθεξής καί αυτός διώδευεν κατά πόλιν καί κώμην κηρύσσων καί ευαγγελιζόμενος τήν βασιλείαν τού θεού, καί οι δώδεκα σύν αυτώ, 2 καί γυναίκές τινές αί ήσαν τεθεραπευμέναι από πνευμάτων πονηρών καί ασθενειών, Μαρία η καλουμένη Μαγδαληνή, αφ' ης δαιμόνια επτά εξεληλύθει, 3 καί Ιωάννα γυνή Χουζά επιτρόπου Ηρώδου καί Σουσάννα καί έτεραι πολλαί, αίτινες διηκόνουν αυτοίς εκ τών υπαρχόντων αυταίς.

4 Συνιόντος δέ όχλου πολλού καί τών κατά πόλιν επιπορευομένων πρός αυτόν είπεν διά παραβολής, 5 Εξήλθεν ο σπείρων τού σπείραι τόν σπόρον αυτού. καί εν τώ σπείρειν αυτόν ό μέν έπεσεν παρά τήν οδόν, καί κατεπατήθη καί τά πετεινά τού ουρανού κατέφαγεν αυτό. 6 καί έτερον κατέπεσεν επί τήν πέτραν, καί φυέν εξηράνθη διά τό μή έχειν ικμάδα. 7 καί έτερον έπεσεν εν μέσω τών ακανθών, καί συμφυείσαι αι άκανθαι απέπνιξαν αυτό. 8 καί έτερον έπεσεν εις τήν γήν τήν αγαθήν, καί φυέν εποίησεν καρπόν εκατονταπλασίονα. ταύτα λέγων εφώνει, Οέχων ώτα ακούειν ακουέτω.

9 Επηρώτων δέ αυτόν οι μαθηταί αυτού τίς αύτη είη η παραβολή. 10 ο δέ είπεν, Υμίν δέδοται γνώναι τά μυστήρια τής βασιλείας τού θεού, τοίς δέ λοιποίς εν παραβολαίς,

                ίνα βλέποντες μή βλέπωσιν

                         καί ακούοντες μή συνιώσιν.

11 Εστίν δέ αύτη η παραβολή.Ο σπόρος εστίν ο λόγος τού θεού. 12 οι δέ παρά τήν οδόν εισίν οι ακούσαντες, είτα έρχεται ο διάβολος καί αίρει τόν λόγον από τής καρδίας αυτών, ίνα μή πιστεύσαντες σωθώσιν. 13 οι δέ επί τής πέτρας οί όταν ακούσωσιν μετά χαράς δέχονται τόν λόγον, καί ούτοι ρίζαν ουκ έχουσιν, οί πρός καιρόν πιστεύουσιν καί εν καιρώ πειρασμού αφίστανται. 14 τό δέ εις τάς ακάνθας πεσόν, ούτοί εισίν οι ακούσαντες, καί υπό μεριμνών καί πλούτου καί ηδονών τού βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καί ου τελεσφορούσιν. 15 τό δέ εν τή καλή γή, ούτοί εισίν οίτινες εν καρδία καλή καί αγαθή ακούσαντες τόν λόγον κατέχουσιν καί καρποφορούσιν εν υπομονή.

16 Ουδείς δέ λύχνον άψας καλύπτει αυτόν σκεύει ή υποκάτω κλίνης τίθησιν, αλλ' επί λυχνίας τίθησιν,ίνα οι εισπορευόμενοι βλέπωσιν τό φώς. 17 ου γάρ εστίν κρυπτόν ό ου φανερόν γενήσεται, ουδέ απόκρυφον ό ου μή γνωσθή καί εις φανερόν έλθη. 18 βλέπετε ούν πώς ακούετε. ός άν γάρ έχη, δοθήσεται αυτώ, καί ός άν μή έχη, καί ό δοκεί έχειν αρθήσεται απ' αυτού.

19 Παρεγένετο δέ πρός αυτόν η μήτηρ καί οι αδελφοί αυτού, καί ουκ ηδύναντο συντυχείν αυτώ διά τόν όχλον. 20 απηγγέλη δέ αυτώ, Η μήτηρ σου καί οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν θέλοντές σε. 21 ο δέ αποκριθείς είπεν πρός αυτούς, Μήτηρ μου καί αδελφοί μου ούτοί εισίν οι τόν λόγον τού θεού ακούοντες καί ποιούντες.

22 Εγένετο δέ εν μιάτών ημερών καί αυτός ενέβη εις πλοίον καί οι μαθηταί αυτού, καί είπεν πρός αυτούς, Διέλθωμεν εις τό πέραν τής λίμνης. καί ανήχθησαν. 23 πλεόντων δέ αυτών αφύπνωσεν. καί κατέβη λαίλαψ ανέμου εις τήν λίμνην, καί συνεπληρούντο καί εκινδύνευον. 24 προσελθόντες δέ διήγειραν αυτόν λέγοντες, Επιστάτα επιστάτα, απολλύμεθα. ο δέ διεγερθείς επετίμησεν τώ ανέμω καί τώ κλύδωνι τού ύδατος. καί επαύσαντο, καί εγένετο γαλήνη. 25 είπεν δέ αυτοίς, Πούη πίστις υμών; φοβηθέντες δέ εθαύμασαν, λέγοντες πρός αλλήλους, Τίς άρα ούτός εστίν ότι καί τοίς ανέμοις επιτάσσει καί τώ ύδατι, καί υπακούουσιν αυτώ;

26 Καί κατέπλευσαν εις τήν χώραν τών Γερασηνών, ήτις εστίν αντιπέρα τής Γαλιλαίας. 27 εξελθόντι δέ αυτώ επί τήν γήν υπήντησεν ανήρ τις εκ τής πόλεως έχων δαιμόνια. καί χρόνω ικανώ ουκ ενεδύσατο ιμάτιον, καί εν οικία ουκ έμενεν αλλ' εν τοίς μνήμασιν. 28 ιδών δέ τόν Ιησούν ανακράξας προσέπεσεν αυτώ καί φωνή μεγάλη είπεν, Τί εμοί καί σοί, Ιησού υιέ τού θεού τού υψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσης. 29 παρήγγειλεν γάρ τώ πνεύματι τώ ακαθάρτω εξελθείν από τού ανθρώπου. πολλοίς γάρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, καί εδεσμεύετο αλύσεσιν καί πέδαις φυλασσόμενος, καί διαρρήσσων τά δεσμά ηλαύνετο υπό τού δαιμονίου εις τάς ερήμους. 30 επηρώτησεν δέ αυτόν ο Ιησούς, Τί σοι όνομά εστίν; ο δέ είπεν, Λεγιών, ότι εισήλθεν δαιμόνια πολλά εις αυτόν. 31 καί παρεκάλουν αυτόν ίνα μή επιτάξη αυτοίς εις τήν άβυσσον απελθείν.

32 Ήν δέ εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένη εν τώ όρει. καί παρεκάλεσαν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. καί επέτρεψεν αυτοίς. 33 εξελθόντα δέ τά δαιμόνια από τού ανθρώπου εισήλθον εις τούς χοίρους, καί ώρμησεν η αγέλη κατά τού κρημνούεις τήν λίμνην καί απεπνίγη. 34 ιδόντες δέ οι βόσκοντες τό γεγονός έφυγον καί απήγγειλαν εις τήν πόλιν καί εις τούς αγρούς. 35 εξήλθον δέ ιδείν τό γεγονός καί ήλθον πρός τόν Ιησούν, καί εύρον καθήμενον τόν άνθρωπον αφ' ού τά δαιμόνια εξήλθεν ιματισμένον καί σωφρονούντα παρά τούς πόδας τού Ιησού, καί εφοβήθησαν. 36 απήγγειλαν δέ αυτοίς οι ιδόντες πώς εσώθη ο δαιμονισθείς. 37 καί ηρώτησεν αυτόν άπαν τό πλήθος τής περιχώρου τών Γερασηνών απελθείν απ' αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο. αυτός δέ εμβάς εις πλοίον υπέστρεψεν. 38 εδείτο δέ αυτού ο ανήρ αφ' ού εξεληλύθει τά δαιμόνια είναι σύν αυτώ. απέλυσεν δέ αυτόν λέγων, 39 Υπόστρεφε εις τόν οίκόν σου, καί διηγούόσα σοι εποίησεν ο θεός. καί απήλθεν καθ' όλην τήν πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς.

40 Εν δέ τώ υποστρέφειν τόν Ιησούν απεδέξατο αυτόν ο όχλος, ήσαν γάρ πάντες προσδοκώντες αυτόν. 41 καί ιδού ήλθεν ανήρ ώ όνομα Ιάϊρος, καί ούτος άρχων τής συναγωγής υπήρχεν, καί πεσών παρά τούς πόδας τού Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τόν οίκον αυτού, 42 ότι θυγάτηρ μονογενής ήν αυτώ ώς ετών δώδεκα καί αυτή απέθνησκεν.

Εν δέ τώ υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν. 43 καί γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τόν βίον ουκ ίσχυσεν απ' ουδενός θεραπευθήναι, 44 προσελθούσα όπισθεν ήψατο τού κρασπέδου τού ιματίου αυτού, καί παραχρήμα έστη η ρύσις τού αίματος αυτής. 45 καί είπεν ο Ιησούς, Τίς ο αψάμενός μου; αρνουμένων δέ πάντων είπεν ο Πέτρος, Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσίν σε καί αποθλίβουσιν. 46 ο δέ Ιησούς είπεν, Ήψατό μού τις, εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξεληλυθυίαν απ' εμού. 47 ιδούσα δέ η γυνή ότι ουκ έλαθεν τρέμουσα ήλθεν καί προσπεσούσα αυτώ δι' ήν αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν ενώπιον παντός τού λαού καί ώς ιάθη παραχρήμα. 48 ο δέ είπεν αυτή, Θυγάτηρ, η πίστις σου σέσωκεν σε. πορεύου εις ειρήνην.

49 Έτι αυτού λαλούντος έρχεται τις παρά τού αρχισυναγώγου λέγων ότι Τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μηκέτι σκύλλε τόν διδάσκαλον. 50 ο δέ Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ, Μή φοβού, μόνον πίστευσον, καί σωθήσεται. 51 ελθών δέ εις τήν οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν τινά σύν αυτώ ει μή Πέτρον καί Ιωάννην καί Ιάκωβον καί τόν πατέρα τής παιδός καί τήν μητέρα. 52 έκλαιον δέ πάντες καί εκόπτοντο αυτήν. ο δέ είπεν, Μή κλαίετε, ου γάρ απέθανεν αλλά καθεύδει. 53 καί κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. 54 αυτός δέ κρατήσας τής χειρός αυτής εφώνησεν λέγων, Η παίς, έγειρε. 55 καί επέστρεψεν τό πνεύμα αυτής, καί ανέστη παραχρήμα, καί διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. 56 καί εξέστησαν οι γονείς αυτής. ο δέ παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν τό γεγονός.

9:1 Συγκαλεσάμενος δέ τούς δώδεκα έδωκεν αυτοίς δύναμιν καί εξουσίαν επί πάντα τά δαιμόνια καί νόσους θεραπεύειν, 2 καί απέστειλεν αυτούς κηρύσσειν τήν βασιλείαν τού θεού καί ιάσθαι τούς ασθενείς, 3 καί είπεν πρός αυτούς, Μηδέν αίρετε εις τήν οδόν, μήτε ράβδον μήτε πήραν μήτε άρτον μήτε αργύριον, μήτε ανά δύο χιτώνας έχειν. 4 καί εις ήν άν οικίαν εισέλθητε, εκεί μένετε καί εκείθεν εξέρχεσθε. 5 καί όσοι άν μή δέχωνται υμάς, εξερχόμενοι από τής πόλεως εκείνης τόν κονιορτόν από τών ποδών υμών αποτινάσσετε εις μαρτύριον επ' αυτούς. 6 εξερχόμενοι δέ διήρχοντο κατά τάς κώμας ευαγγελιζόμενοι καί θεραπεύοντες πανταχού.

7 Ήκουσεν δέ Ηρώδης ο τετραάρχης τά γινόμενα πάντα, καί διηπόρει διά τό λέγεσθαι υπό τινων ότι Ιωάννης ηγέρθη εκ νεκρών, 8 υπό τινών δέ ότι Ηλίας εφάνη, άλλων δέ ότι προφήτης τις τών αρχαίων ανέστη. 9 είπεν δέ Ηρώδης, Ιωάννην εγώ απεκεφάλισα. τίς δέ εστίν ούτος περί ού ακούω τοιαύτα; καί εζήτει ιδείν αυτόν.

10 Καί υποστρέψαντες οι απόστολοι διηγήσαντο αυτώ όσα εποίησαν. καί παραλαβών αυτούς υπεχώρησεν κατ' ιδίαν εις πόλιν καλουμένην Βηθσαϊδά. 11 οι δέ όχλοι γνόντες ηκολούθησαν αυτώ. καί αποδεξάμενος αυτούς ελάλει αυτοίς περί τής βασιλείας τού θεού, καί τούς χρείαν έχοντας θεραπείας ιάτο. 12 Η δέ ημέρα ήρξατο κλίνειν. προσελθόντες δέ οι δώδεκα είπαν αυτώ, Απόλυσον τόν όχλον,ίνα πορευθέντες εις τάς κύκλω κώμας καί αγρούς καταλύσωσιν καί εύρωσιν επισιτισμόν, ότι ώδε εν ερήμω τόπω εσμέν. 13 είπεν δέ πρός αυτούς, Δότε αυτοίς υμείς φαγείν. οι δέ είπαν, Ουκ εισίν ημίν πλείον ή άρτοι πέντε καί ιχθύες δύο, ει μήτι πορευθέντες ημείς αγοράσωμεν εις πάντα τόν λαόν τούτον βρώματα. 14 ήσαν γάρ ώσεί άνδρες πεντακισχίλιοι. είπεν δέ πρός τούς μαθητάς αυτού, Κατακλίνατε αυτούς κλισίας ώσεί ανά πεντήκοντα. 15 καί εποίησαν ούτως καί κατέκλιναν άπαντας. 16 λαβών δέ τούς πέντε άρτους καί τούς δύο ιχθύας αναβλέψας εις τόν ουρανόν ευλόγησεν αυτούς καί κατέκλασεν καί εδίδου τοίς μαθηταίς παραθείναι τώ όχλω. 17 καί έφαγον καί εχορτάσθησαν πάντες, καί ήρθη τό περισσεύσαν αυτοίς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα.

18 Καί εγένετο εν τώ είναι αυτόν προσευχόμενον κατά μόνας συνήσαν αυτώ οι μαθηταί, καί επηρώτησεν αυτούς λέγων, Τίνα με λέγουσιν οι όχλοι είναι; 19 οι δέ αποκριθέντες είπαν, Ιωάννην τόν βαπτιστήν, άλλοι δέ Ηλίαν, άλλοι δέ ότι προφήτης τις τών αρχαίων ανέστη. 20 είπεν δέ αυτοίς, Υμείς δέ τίνα με λέγετε είναι; Πέτρος δέ αποκριθείς είπεν, Τόν Χριστόν τού θεού.

21 Ο δέ επιτιμήσας αυτοίς παρήγγειλεν μηδενί λέγειν τούτο, 22 ειπών ότι Δεί τόν υιόν τού ανθρώπου πολλά παθείν καί αποδοκιμασθήναι από τών πρεσβυτέρων καί αρχιερέων καί γραμματέων καί αποκτανθήναι καί τή τρίτη ημέραεγερθήναι. 23 Έλεγεν δέ πρός πάντας, Εί τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, αρνησάσθω εαυτόν καί αράτω τόν σταυρόν αυτού καθ' ημέραν, καί ακολουθείτω μοι. 24 ός γάρ άν θέλη τήν ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. ός δ' άν απολέση τήν ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ούτος σώσει αυτήν. 25 τί γάρ ωφελείται άνθρωπος κερδήσας τόν κόσμον όλον εαυτόν δέ απολέσας ή ζημιωθείς; 26 ός γάρ άν επαισχυνθή με καί τούς εμούς λόγους, τούτον ο υιός τού ανθρώπου επαισχυνθήσεται, όταν έλθη εν τή δόξη αυτού καί τού πατρός καί τών αγίων αγγέλων. 27 λέγω δέ υμίν αληθώς, εισίν τινές τών αυτού εστηκότων οί ου μή γεύσωνται θανάτου έως άν ίδωσιν τήν βασιλείαν τού θεού.

28 Εγένετο δέ μετά τούς λόγους τούτους ώσεί ημέραι οκτώ καί παραλαβών Πέτρον καί Ιωάννην καί Ιάκωβον ανέβη εις τό όρος προσεύξασθαι. 29 καί εγένετο εν τώ προσεύχεσθαι αυτόν τό είδος τού προσώπου αυτού έτερον καί ο ιματισμός αυτού λευκός εξαστράπτων. 30 καί ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωϋσής καί Ηλίας, 31 οίοφθέντες εν δόξη έλεγον τήν έξοδον αυτού ήν ήμελλεν πληρούν εν Ιερουσαλήμ. 32 ο δέ Πέτρος καί οι σύν αυτώ ήσαν βεβαρημένοι ύπνω. διαγρηγορήσαντες δέ είδον τήν δόξαν αυτού καί τούς δύο άνδρας τούς συνεστώτας αυτώ. 33 καί εγένετο εν τώ διαχωρίζεσθαι αυτούς απ' αυτού είπεν ο Πέτρος πρός τόν Ιησούν, Επιστάτα, καλόν εστίν ημάς ώδε είναι, καί ποιήσωμεν σκηνάς τρείς, μίαν σοί καί μίαν Μωϋσεί καί μίαν Ηλία, μή ειδώς ό λέγει. 34 ταύτα δέ αυτού λέγοντος εγένετο νεφέλη καί επεσκίαζεν αυτούς. εφοβήθησαν δέ εν τώ εισελθείν αυτούς εις τήν νεφέλην. 35 καί φωνή εγένετο εκ τής νεφέλης λέγουσα, Ούτός εστίν ο υιός μου ο εκλελεγμένος, αυτού ακούετε. 36 καί εν τώ γενέσθαι τήν φωνήν ευρέθη Ιησούς μόνος. καί αυτοί εσίγησαν καί ουδενί απήγγειλαν εν εκείναις ταίς ημέραις ουδέν ών εώρακαν.

37 Εγένετο δέ τή εξής ημέρα κατελθόντων αυτών από τού όρους συνήντησεν αυτώ όχλος πολύς. 38 καί ιδού ανήρ από τού όχλου εβόησεν λέγων, Διδάσκαλε, δέομαί σου επιβλέψαι επί τόν υιόν μου, ότι μονογενής μοί εστίν, 39 καί ιδού πνεύμα λαμβάνει αυτόν, καί εξαίφνης κράζει, καί σπαράσσει αυτόν μετά αφρού καί μόγις αποχωρεί απ' αυτού συντρίβον αυτόν. 40 καί εδεήθην τών μαθητών σου ίνα εκβάλωσιν αυτό, καί ουκ ηδυνήθησαν. 41 αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπεν, Ώγενεά άπιστος καί διεστραμμένη, έως πότε έσομαι πρός υμάς καί ανέξομαι υμών; προσάγαγε ώδε τόν υιόν σου. 42 έτι δέ προσερχομένου αυτού έρρηξεν αυτόν τό δαιμόνιον καί συνεσπάραξεν. επετίμησεν δέ ο Ιησούς τώ πνεύματι τώ ακαθάρτω, καί ιάσατο τόν παίδα καί απέδωκεν αυτόν τώ πατρί αυτού. 43 εξεπλήσσοντο δέ πάντες επί τή μεγαλειότητι τού θεού.

Πάντων δέ θαυμαζόντων επί πάσιν οίς εποίει είπεν πρός τούς μαθητάς αυτού, 44 Θέσθε υμείς εις τά ώτα υμών τούς λόγους τούτους, ο γάρ υιός τού ανθρώπου μέλλει παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων. 45 οι δέ ηγνόουν τό ρήμα τούτο, καί ήν παρακεκαλυμμένον απ' αυτών ίνα μή αίσθωνται αυτό, καί εφοβούντο ερωτήσαι αυτόν περί τού ρήματος τούτου.

46 Εισήλθεν δέ διαλογισμός εν αυτοίς, τό τίς άν είη μείζων αυτών. 47 ο δέ Ιησούς ειδώς τόν διαλογισμόν τής καρδίας αυτών επιλαβόμενος παιδίον έστησεν αυτό παρ' εαυτώ, 48 καί είπεν αυτοίς, Ός εάν δέξηται τούτο τό παιδίον επί τώ ονόματί μου εμέ δέχεται, καί ός άν εμέ δέξηται δέχεται τόν αποστείλαντά με. ο γάρ μικρότερος εν πάσιν υμίν υπάρχων ούτός εστίν μέγας.

49 Αποκριθείς δέ Ιωάννης είπεν, Επιστάτα, είδομέν τινα εν τώ ονόματί σου εκβάλλοντα δαιμόνια, καί εκωλύομεν αυτόν ότι ουκ ακολουθεί μεθ' ημών. 50 είπεν δέ πρός αυτόν ο Ιησούς, Μή κωλύετε, ός γάρ ουκ έστιν καθ' υμών υπέρ υμών εστίν.

51 Εγένετο δέ εν τώ συμπληρούσθαι τάς ημέρας τής αναλήμψεως αυτού καί αυτός τό πρόσωπον εστήρισεν τού πορεύεσθαι εις Ιερουσαλήμ, 52 καί απέστειλεν αγγέλους πρό προσώπου αυτού. καί πορευθέντες εισήλθον εις κώμην Σαμαριτών, ώς ετοιμάσαι αυτώ. 53 καί ουκ εδέξαντο αυτόν, ότι τό πρόσωπον αυτού ήν πορευόμενον εις Ιερουσαλήμ. 54 ιδόντες δέ οι μαθηταί Ιάκωβος καί Ιωάννης είπαν, Κύριε, θέλεις είπωμεν πύρ καταβήναι από τού ουρανού καί αναλώσαι αυτούς; 55 στραφείς δέ επετίμησεν αυτοίς. 56 καί επορεύθησαν εις ετέραν κώμην.

57 Καί πορευομένων αυτών εν τή οδώ είπέν τις πρός αυτόν, Ακολουθήσω σοι όπου εάν απέρχη. 58 καί είπεν αυτώ ο Ιησούς, Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσιν καί τά πετεινά τού ουρανού κατασκηνώσεις, ο δέ υιός τού ανθρώπου ουκ έχει πού τήν κεφαλήν κλίνη. 59 Είπεν δέ πρός έτερον, Ακολούθει μοι. ο δέ είπεν, Κύριε, επίτρεψόν μοι απελθόντι πρώτον θάψαι τόν πατέρα μου. 60 είπεν δέ αυτώ, Άφες τούς νεκρούς θάψαι τούς εαυτών νεκρούς, σύ δέ απελθών διάγγελλε τήν βασιλείαν τού θεού. 61 Είπεν δέ καί έτερος, Ακολουθήσω σοι, κύριε. πρώτον δέ επίτρεψόν μοι αποτάξασθαι τοίς εις τόν οίκόν μου. 62 είπεν δέ πρός αυτόν ο Ιησούς, Ουδείς επιβαλών τήν χείρα επ' άροτρον καί βλέπων εις τά οπίσω εύθετός εστίν τή βασιλεία τού θεού.

10:1 Μετά δέ ταύτα ανέδειξεν ο κύριος ετέρους εβδομήκοντα δύο, καί απέστειλεν αυτούς ανά δύο δύο πρό προσώπου αυτού εις πάσαν πόλιν καί τόπον ού ήμελλεν αυτός έρχεσθαι. 2 έλεγεν δέ πρός αυτούς, Ο μέν θερισμός πολύς, οι δέ εργάται ολίγοι. δεήθητε ούν τού κυρίου τού θερισμού όπως εργάτας εκβάλη εις τόν θερισμόν αυτού. 3 υπάγετε. ιδού αποστέλλω υμάς ώς άρνας εν μέσω λύκων. 4 μή βαστάζετε βαλλάντιον, μή πήραν, μή υποδήματα, καί μηδένα κατά τήν οδόν ασπάσησθε. 5 εις ήν δ' άν εισέλθητε οικίαν, πρώτον λέγετε, Ειρήνη τώ οίκω τούτω. 6 καί εάν εκεί ή υιός ειρήνης, επαναπαήσεται επ' αυτόν η ειρήνη υμών. ει δέ μή γε, εφ' υμάς ανακάμψει. 7 εν αυτή δέ τή οικία μένετε, εσθίοντες καί πίνοντες τά παρ' αυτών, άξιος γάρ ο εργάτης τού μισθού αυτού. μή μεταβαίνετε εξ οικίας εις οικίαν. 8 καί εις ήν άν πόλιν εισέρχησθε καί δέχωνται υμάς, εσθίετε τά παρατιθέμενα υμίν, 9 καί θεραπεύετε τούς εν αυτή ασθενείς, καί λέγετε αυτοίς, Ήγγικεν εφ' υμάς η βασιλεία τού θεού. 10 εις ήν δ' άν πόλιν εισέλθητε καί μή δέχωνται υμάς, εξελθόντες εις τάς πλατείας αυτής είπατε, 11 Καί τόν κονιορτόν τόν κολληθέντα ημίν εκ τής πόλεως υμών εις τούς πόδας απομασσόμεθα υμίν. πλήν τούτο γινώσκετε ότι ήγγικεν η βασιλεία τού θεού. 12 λέγω υμίν ότι Σοδόμοις εν τή ημέρα εκείνη ανεκτότερον έσται ή τή πόλει εκείνη.

13 Ουαί σοι, Χοραζίν. ουαί σοι, Βηθσαϊδά. ότι ει εν Τύρω καί Σιδώνι εγενήθησαν αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν, πάλαι άν εν σάκκω καί σποδώ καθήμενοι μετενόησαν. 14 πλήν Τύρω καί Σιδώνι ανεκτότερον έσται εν τή κρίσει ή υμίν. 15 καί σύ, Καφαρναούμ,

                μή έως ουρανούυψωθήση;

                         έως τού άδου καταβήση.

16 Ο ακούων υμών εμού ακούει, καί ο αθετών υμάς εμέ αθετεί. ο δέ εμέ αθετών αθετεί τόν αποστείλαντά με.

17 Υπέστρεψαν δέ οι εβδομήκοντα δύο μετά χαράς λέγοντες, Κύριε, καί τά δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τώ ονόματί σου. 18 είπεν δέ αυτοίς, Εθεώρουν τόν Σατανάν ώς αστραπήν εκ τού ουρανού πεσόντα. 19 ιδού δέδωκα υμίν τήν εξουσίαν τού πατείν επάνω όφεων καί σκορπίων, καί επί πάσαν τήν δύναμιν τού εχθρού, καί ουδέν υμάς ου μή αδικήση. 20 πλήν εν τούτω μή χαίρετε ότι τά πνεύματα υμίν υποτάσσεται, χαίρετε δέ ότι τά ονόματα υμών εγγέγραπται εν τοίς ουρανοίς.

21 Εν αυτή τή ώρα ηγαλλιάσατο εν τώ πνεύματι τώ αγίω καί είπεν, Εξομολογούμαί σοι, πάτερ, κύριε του ουρανούν καί τής γής, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών καί συνετών, καί απεκάλυψας αυτά νηπίοις. ναί, ο πατήρ, ότι ούτως ευδοκία εγένετο έμπροσθέν σου. 22 Πάντα μοι παρεδόθη υπό τού πατρός μου, καί ουδείς γινώσκει τίς εστίν ο υιός ει μή ο πατήρ, καί τίς εστίν ο πατήρ ει μή ο υιός καί ώ εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι. 23 Καί στραφείς πρός τούς μαθητάς κατ' ιδίαν είπεν, Μακάριοι οι οφθαλμοί οι βλέποντες ά βλέπετε. 24 λέγω γάρ υμίν ότι πολλοί προφήται καί βασιλείς ηθέλησαν ιδείν ά υμείς βλέπετε καί ουκ είδαν, καί ακούσαι ά ακούετε καί ουκ ήκουσαν.

25 Καί ιδού νομικός τις ανέστη εκπειράζων αυτόν λέγων, Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; 26 ο δέ είπεν πρός αυτόν, Εν τώ νόμω τί γέγραπται; πώς αναγινώσκεις; 27 ο δέ αποκριθείς είπεν, Αγαπήσεις κύριον τόν θεόν σου εξ όλης τής καρδίας σου καί εν όλη τή ψυχή σου καί εν όλη τή ισχύϊ σου καί εν όλη τή διανοίασου, καί τόν πλησίον σου ώς σε αυτόν. 28 είπεν δέ αυτώ, Ορθώς απεκρίθης. τούτο ποίει καί ζήση. 29 ο δέ θέλων δικαιώσαι εαυτόν είπεν πρός τόν Ιησούν, Καί τίς εστίν μου πλησίον; 30 υπολαβών ο Ιησούς είπεν, Άνθρωπός τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ καί λησταίς περιέπεσεν, οί καί εκδύσαντες αυτόν καί πληγάς επιθέντες απήλθον αφέντες ημιθανή. 31 κατά συγκυρίαν δέ ιερεύς τις κατέβαινεν εν τή οδώ εκείνη, καί ιδών αυτόν αντιπαρήλθεν. 32 ομοίως δέ καί Λευίτης γενόμενος κατά τόν τόπον ελθών καί ιδών αντιπαρήλθεν. 33 Σαμαρίτης δέ τις οδεύων ήλθεν κατ' αυτόν καί ιδών εσπλαγχνίσθη, 34 καί προσελθών κατέδησεν τά τραύματα αυτού επιχέων έλαιον καί οίνον, επιβιβάσας δέ αυτόν επί τό ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον καί επεμελήθη αυτού. 35 καί επί τήν αύριον εκβαλών έδωκεν δύο δηνάρια τώ πανδοχεί καί είπεν, Επιμελήθητι αυτού, καί ό τι άν προσδαπανήσης εγώ εν τώ επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι. 36 τίς τούτων τών τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι τού εμπεσόντος εις τούς ληστάς; 37 ο δέ είπεν,Οποιήσας τό έλεος μετ' αυτού. είπεν δέ αυτώ ο Ιησούς, Πορεύου καί σύ ποίει ομοίως.

38 Εν δέ τώ πορεύεσθαι αυτούς αυτός εισήλθεν εις κώμην τινά. γυνή δέ τις ονόματι Μάρθα υπεδέξατο αυτόν. 39 καί τήδε ήν αδελφή καλουμένη Μαριάμ, ή καί παρακαθεσθείσα πρός τούς πόδας τού κυρίου ήκουεν τόν λόγον αυτού. 40 η δέ Μάρθα περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν. επιστάσα δέ είπεν, Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπεν διακονείν; ειπέ ούν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται. 41 αποκριθείς δέ είπεν αυτή ο κύριος, Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς καί θορυβάζη περί πολλά, 42 ενός δέ εστίν χρεία. Μαριάμ γάρ τήν αγαθήν μερίδα εξελέξατο ήτις ουκ αφαιρεθήσεται αυτής.

  

11:1 Καί εγένετο εν τώ είναι αυτόν εν τόπω τινί προσευχόμενον, ώς επαύσατο, είπέν τις τών μαθητών αυτού πρός αυτόν, Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι, καθώς καί Ιωάννης εδίδαξεν τούς μαθητάς αυτού. 2 είπεν δέ αυτοίς, Όταν προσεύχησθε, λέγετε,

                Πάτερ, αγιασθήτω τό όνομά σου.

                         ελθέτω η βασιλεία σου.

3              τόν άρτον ημών τόν επιούσιον

                         δίδου ημίν τό καθ' ημέραν.

4              καί άφες ημίν τάς αμαρτίας ημών,

           καί γάρ αυτοί αφίομεν

                παντί οφείλοντι ημίν.

                         καί μή εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν.

5 Καί είπεν πρός αυτούς, Τίς εξ υμών έξει φίλον καί πορεύσεται πρός αυτόν μεσονυκτίου καί είπη αυτώ, Φίλε, χρήσόν μοι τρείς άρτους, 6 επειδή φίλος μου παρεγένετο εξ οδού πρός με καί ουκ έχω ό παραθήσω αυτώ. 7 κακείνος έσωθεν αποκριθείς είπη, Μή μοι κόπους πάρεχε. ήδη η θύρα κέκλεισται, καί τά παιδία μου μετ' εμού εις τήν κοίτην εισίν. ου δύναμαι αναστάς δούναί σοι. 8 λέγω υμίν, ει καί ου δώσει αυτώ αναστάς διά τό είναι φίλον αυτού, διά γε τήν αναίδειαν αυτού εγερθείς δώσει αυτώ όσων χρήζει. 9 καγώ υμίν λέγω, αιτείτε, καί δοθήσεται υμίν. ζητείτε, καί ευρήσετε. κρούετε, καί ανοιγήσεται υμίν. 10 πάς γάρ ο αιτών λαμβάνει, καί ο ζητών ευρίσκει, καί τώ κρούοντι ανοιγήσεται. 11 τίνα δέ εξ υμών τόν πατέρα αιτήσει ο υιός ιχθύν, καί αντί ιχθύος όφιν αυτώ επιδώσει; 12 ή καί αιτήσει ωόν, επιδώσει αυτώ σκορπίον; 13 ει ούν υμείς πονηροί υπάρχοντες οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοίς τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο πατήρ ο εξ ουρανού δώσει πνεύμα άγιον τοίς αιτούσιν αυτόν.

14 Καί ήν εκβάλλων δαιμόνιον, καί αυτό ήν κωφόν. εγένετο δέ του δαιμονίου εξελθόντος ελάλησεν ο κωφός. καί εθαύμασαν οι όχλοι. 15 τινές δέ εξ αυτών είπον, Εν Βεελζεβούλ τώ άρχοντι τών δαιμονίων εκβάλλει τά δαιμόνια. 16 έτεροι δέ πειράζοντες σημείον εξ ουρανού εζήτουν παρ' αυτού. 17 αυτός δέ ειδώς αυτών τά διανοήματα είπεν αυτοίς, Πάσα βασιλεία εφ' εαυτήν διαμερισθείσα ερημούται, καί οίκος επί οίκον πίπτει. 18 ει δέ καί ο Σατανάς εφ' εαυτόν διεμερίσθη, πώς σταθήσεται η βασιλεία αυτού; ότι λέγετε εν Βεελζεβούλ εκβάλλειν με τά δαιμόνια. 19 ει δέ εγώ εν Βεελζεβούλ εκβάλλω τά δαιμόνια, οι υιοί υμών εν τίνι εκβάλλουσιν; διά τούτο αυτοί υμών κριταί έσονται. 20 ει δέ εν δακτύλω θεού εγώ εκβάλλω τά δαιμόνια, άρα έφθασεν εφ' υμάς η βασιλεία τού θεού. 21 όταν ο ισχυρός καθωπλισμένος φυλάσση τήν εαυτού αυλήν, εν ειρήνη εστίν τά υπάρχοντα αυτού. 22 επάν δέ ισχυρότερος αυτού επελθών νικήση αυτόν, τήν πανοπλίαν αυτού αίρει εφ' ή επεποίθει, καί τά σκύλα αυτού διαδίδωσιν. 23 ο μή ών μετ' εμούκατ' εμού εστίν, καί ο μή συνάγων μετ' εμού σκορπίζει.

24 Όταν τό ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από τού ανθρώπου, διέρχεται δι' ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, καί μή ευρίσκον, τότε λέγει, Υποστρέψω εις τόν οίκόν μου όθεν εξήλθον. 25 καί ελθόν ευρίσκει σε σαρωμένον καί κεκοσμημένον. 26 τότε πορεύεται καί παραλαμβάνει έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού επτά, καί εισελθόντα κατοικεί εκεί, καί γίνεται τά έσχατα τού ανθρώπου εκείνου χείρονα τών πρώτων.

27 Εγένετο δέ εν τώ λέγειν αυτόν ταύτα επάρασά τις φωνήν γυνή εκ τού όχλου είπεν αυτώ, Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε καί μαστοί ούς εθήλασας. 28 αυτός δέ είπεν, Μενούν μακάριοι οι ακούοντες τόν λόγον τού θεού καί φυλάσσοντες.

29 Τών δέ όχλων επαθροιζομένων ήρξατο λέγειν, Η γενεά αύτη γενεά πονηρά εστίν. σημείον ζητεί, καί σημείον ου δοθήσεται αυτή ει μή τό σημείον Ιωνά. 30 καθώς γάρ εγένετο Ιωνάς τοίς Νινευίταις σημείον, ούτως έσται καί ο υιός τού ανθρώπου τή γενεά ταύτη. 31 βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τή κρίσει μετά τών ανδρών τής γενεάς ταύτης καί κατακρινεί αυτούς. ότι ήλθεν εκ τών περάτων τής γής ακούσαι τήν σοφίαν Σολομώνος, καί ιδού πλείον Σολομώνος ώδε. 32 άνδρες Νινευίται αναστήσονται εν τή κρίσει μετά τής γενεάς ταύτης καί κατακρινούσιν αυτήν. ότι μετενόησαν εις τό κήρυγμα Ιωνά, καί ιδού πλείον Ιωνά ώδε.

33 Ουδείς λύχνον άψας εις κρύπτην τίθησιν ουδέ υπό τόν μόδιον αλλ' επί τήν λυχνίαν, ίνα οι εισπορευόμενοι τό φώς βλέπωσιν. 34 ο λύχνος τού σώματός εστίν οοφθαλμός σου. όταν οοφθαλμός σου απλούς ή, καί όλον τό σώμά σου φωτεινόν εστίν. επάν δέ πονηρός ή, καί τό σώμά σου σκοτεινόν. 35 σκόπει ούν μή τό φώς τό εν σοί σκότος εστίν. 36 ει ούν τό σώμά σου όλον φωτεινόν, μή έχον μέρος τι σκοτεινόν, έσται φωτεινόν όλον ώς όταν ο λύχνος τή αστραπή φωτίζη σε.

37 Εν δέ τώ λαλήσαι ερωτά αυτόν Φαρισαίος όπως αριστήση παρ' αυτώ. εισελθών δέ ανέπεσεν. 38 ο δέ Φαρισαίος ιδών εθαύμασεν ότι ου πρώτον εβαπτίσθη πρό τού αρίστου. 39 είπεν δέ ο κύριος πρός αυτόν, Νύν υμείς οι Φαρισαίοι τό έξωθεν τού ποτηρίου καί τού πίνακος καθαρίζετε, τό δέ έσωθεν υμών γέμει αρπαγής καί πονηρίας. 40 άφρονες, ουχ ο ποιήσας τό έξωθεν καί τό έσωθεν εποίησεν; 41 πλήν τά ενόντα δότε ελεημοσύνην, καί ιδού πάντα καθαρά υμίν εστιν. 42 αλλά ουαί υμίν τοίς Φαρισαίοις, ότι αποδεκατούτε τό ηδύοσμον καί τό πήγανον καί πάν λάχανον, καί παρέρχεσθε τήν κρίσιν καί τήν αγάπην τού θεού. ταύτα δέ έδει ποιήσαι κακείνα μή παρείναι. 43 ουαί υμίν τοίς Φαρισαίοις, ότι αγαπάτε τήν πρωτοκαθεδρίαν εν ταίς συναγωγαίς καί τούς ασπασμούς εν ταίς αγοραίς. 44 ουαί υμίν, ότι εστέ ώς τά μνημεία τά άδηλα, καί οι άνθρωποι οι περιπατούντες επάνω ουκ οίδασιν.

45 Αποκριθείς δέ τις τών νομικών λέγει αυτώ, Διδάσκαλε, ταύτα λέγων καί ημάς υβρίζεις. 46 ο δέ είπεν, Καί υμίν τοίς νομικοίς ουαί, ότι φορτίζετε τούς ανθρώπους φορτία δυσβάστακτα, καί αυτοί ενί τών δακτύλων υμών ου προσψαύετε τοίς φορτίοις. 47 ουαί υμίν, ότι οικοδομείτε τά μνημεία τών προφητών, οι δέ πατέρες υμών απέκτειναν αυτούς. 48 άρα μάρτυρές εστε καί συνευδοκείτε τοίς έργοις τών πατέρων υμών, ότι αυτοί μέν απέκτειναν αυτούς υμείς δέ οικοδομείτε. 49 διά τούτο καί η σοφία τού θεού είπεν, Αποστελώ εις αυτούς προφήτας καί αποστόλους, καί εξ αυτών αποκτενούσιν καί διώξουσιν, 50 ίνα εκζητηθή τό αίμα πάντων τών προφητών τό εκκεχυμένον από καταβολής κόσμου από τής γενεάς ταύτης, 51 από αίματος Άβελ έως αίματος Ζαχαρίου τού απολομένου μεταξύ τού θυσιαστηρίου καί τού οίκου. ναί, λέγω υμίν, εκζητηθήσεται από τής γενεάς ταύτης. 52 ουαί υμίν τοίς νομικοίς, ότι ήρατε τήν κλείδα τής γνώσεως. αυτοί ουκ εισήλθατε καί τούς εισερχομένους εκωλύσατε. 53 Κακείθεν εξελθόντος αυτού ήρξαντο οι γραμματείς καί οι Φαρισαίοι δεινώς ενέχειν καί αποστοματίζειν αυτόν περί πλειόνων, 54 ενεδρεύοντες αυτόν θηρεύσαί τι εκ τού στόματος αυτού.

12:1 Εν οίς επισυναχθεισών τών μυριάδων τού όχλου, ώστε καταπατείν αλλήλους, ήρξατο λέγειν πρός τούς μαθητάς αυτού πρώτον, Προσέχετε εαυτοίς από τής ζύμης, ήτις εστίν υπόκρισις, τών Φαρισαίων. 2 ουδέν δέ συγκεκαλυμμένον εστίν ό ουκ αποκαλυφθήσεται, καί κρυπτόν ό ου γνωσθήσεται. 3 ανθ' ών όσα εν τή σκοτία είπατε εν τώ φωτί ακουσθήσεται, καί ό πρός τό ούς ελαλήσατε εν τοίς ταμείοις κηρυχθήσεται επί τών δωμάτων.

4 Λέγω δέ υμίν τοίς φίλοις μου, μή φοβηθήτε από τών αποκτεινόντων τό σώμα καί μετά ταύτα μή εχόντων περισσότερόν τι ποιήσαι. 5 υποδείξω δέ υμίν τίνα φοβηθήτε. φοβήθητε τόν μετά τό αποκτείναι έχοντα εξουσίαν εμβαλείν εις τήν γέενναν. ναί, λέγω υμίν, τούτον φοβήθητε. 6 ουχί πέντε στρουθία πωλούνται ασσαρίων δύο; καί έν εξ αυτών ουκ έστιν επιλελησμένον ενώπιον τού θεού. 7 αλλά καί αι τρίχες τής κεφαλής υμών πάσαι ηρίθμηνται. μή φοβείσθε. πολλών στρουθίων διαφέρετε.

8 Λέγω δέ υμίν, πάς ός άν ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν τών ανθρώπων, καί ο υιός τού ανθρώπου ομολογήσει εν αυτώ έμπροσθεν τών αγγέλων τού θεού. 9 ο δέ αρνησάμενός με ενώπιον τών ανθρώπων απαρνηθήσεται ενώπιον τών αγγέλων τού θεού. 10 καί πάς ός ερεί λόγον εις τόν υιόν τού ανθρώπου, αφεθήσεται αυτώ. τώ δέ εις τό άγιον πνεύμα βλασφημήσαντι ουκ αφεθήσεται. 11 όταν δέ εισφέρωσιν υμάς επί τάς συναγωγάς καί τάς αρχάς καί τάς εξουσίας, μή μεριμνήσητε πώς ή τί απολογήσησθε ή τί είπητε. 12 τό γάρ άγιον πνεύμα διδάξει υμάς εν αυτή τή ώραά δεί ειπείν.

13 Είπεν δέ τις εκ τού όχλου αυτώ, Διδάσκαλε, ειπέ τώ αδελφώ μου μερίσασθαι μετ' εμού τήν κληρονομίαν. 14 ο δέ είπεν αυτώ, Άνθρωπε, τίς με κατέστησεν κριτήν ή μεριστήν εφ' υμάς; 15 είπεν δέ πρός αυτούς, Οράτε καί φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας, ότι ουκ εν τώ περισσεύειν τινί η ζωή αυτού έστιν εκ τών υπαρχόντων αυτώ. 16 Είπεν δέ παραβολήν πρός αυτούς λέγων, Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα. 17 καί διελογίζετο εν εαυτώ λέγων, Τί ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τούς καρπούς μου; 18 καί είπεν, Τούτο ποιήσω. καθελώ μου τάς αποθήκας καί μείζονας οικοδομήσω, καί συνάξω εκεί πάντα τόν σίτον καί τά αγαθά μου, 19 καί ερώ τή ψυχή μου, Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά. αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. 20 είπεν δέ αυτώ ο θεός, Άφρων, ταύτη τή νυκτί τήν ψυχήν σου απαιτούσιν από σού. ά δέ ητοίμασας, τίνι έσται; 21 ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ καί μή εις θεόν πλουτών.

22 Είπεν δέ πρός τούς μαθητάς αυτού, Διά τούτο λέγω υμίν, μή μεριμνάτε τή ψυχή τί φάγητε, μηδέ τώ σώματι τί ενδύσησθε. 23 η γάρ ψυχή πλείόν έστιν τής τροφής καί τό σώμα τού ενδύματος. 24 κατανοήσατε τούς κόρακας ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν, οίς ουκ έστιν ταμείον ουδέ αποθήκη, καί ο θεός τρέφει αυτούς. πόσω μάλλον υμείς διαφέρετε τών πετεινών. 25 τίς δέ εξ υμών μεριμνών δύναται επί τήν ηλικίαν αυτού προσθείναι πήχυν; 26 ει ούν ουδέ ελάχιστον δύνασθε, τί περί τών λοιπών μεριμνάτε; 27 κατανοήσατε τά κρίνα πώς αυξάνει. ου κοπιά ουδέ νήθει. λέγω δέ υμίν, ουδέ Σολομών εν πάση τή δόξη αυτού περιεβάλετο ώς έν τούτων. 28 ει δέ εν αγρώ τόν χόρτον όντα σήμερον καί αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον ο θεός ούτως αμφιέζει, πόσω μάλλον υμάς,ολιγόπιστοι. 29 καί υμείς μή ζητείτε τί φάγητε καί τί πίητε, καί μή μετεωρίζεσθε. 30 ταύτα γάρ πάντα τά έθνη τού κόσμου επιζητούσιν. υμών δέ ο πατήρ οίδεν ότι χρήζετε τούτων. 31 πλήν ζητείτε τήν βασιλείαν αυτού, καί ταύτα προστεθήσεται υμίν. 32 Μή φοβού, τό μικρόν ποίμνιον, ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν τήν βασιλείαν. 33 Πωλήσατε τά υπάρχοντα υμών καί δότε ελεημοσύνην. ποιήσατε εαυτοίς βαλλάντια μή παλαιούμενα, θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοίς ουρανοίς, όπου κλέπτης ουκ εγγίζει ουδέ σής διαφθείρει. 34 όπου γάρ έστιν ο θησαυρός υμών, εκεί καί η καρδία υμών έσται.

35 Έστωσαν υμών αιοσφύες περιεζωσμέναι καί οι λύχνοι καιόμενοι, 36 καί υμείς όμοιοι ανθρώποις προσδεχομένοις τόν κύριον εαυτών πότε αναλύση εκ τών γάμων, ίνα ελθόντος καί κρούσαντος ευθέως ανοίξωσιν αυτώ. 37 μακάριοι οι δούλοι εκείνοι, ούς ελθών ο κύριος ευρήσει γρηγορούντας. αμήν λέγω υμίν ότι περιζώσεται καί ανακλινεί αυτούς καί παρελθών διακονήσει αυτοίς. 38 κάν εν τή Δευτέρα κάν εν τή τρίτη φυλακή έλθη καί εύρη ούτως, μακάριοί εισίν εκείνοι. 39 τούτο δέ γινώσκετε ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία ώραο κλέπτης έρχεται, ουκ άν αφήκεν διορυχθήναι τόν οίκον αυτού. 40 καί υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι ή ώρα ου δοκείτε ο υιός τού ανθρώπου έρχεται.

41 Είπεν δέ ο Πέτρος, Κύριε, πρός ημάς τήν παραβολήν ταύτην λέγεις ή καί πρός πάντας; 42 καί είπεν ο κύριος, Τίς άρα εστίν ο πιστός οικονόμος ο φρόνιμος, όν καταστήσει ο κύριος επί τής θεραπείας αυτού τού διδόναι εν καιρώ τό σιτομέτριον; 43 μακάριος ο δούλος εκείνος, όν ελθών ο κύριος αυτού ευρήσει ποιούντα ούτως. 44 αληθώς λέγω υμίν ότι επί πάσιν τοίς υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν. 45 εάν δέ είπη ο δούλος εκείνος εν τή καρδία αυτού, Χρονίζει ο κύριός μου έρχεσθαι, καί άρξηται τύπτειν τούς παίδας καί τάς παιδίσκας, εσθίειν τε καί πίνειν καί μεθύσκεσθαι, 46 ήξει ο κύριος τού δούλου εκείνου εν ημέραή ου προσδοκάκαί εν ώραή ου γινώσκει, καί διχοτομήσει αυτόν καί τό μέρος αυτού μετά τών απίστων θήσει. 47 εκείνος δέ ο δούλος ο γνούς τό θέλημα τού κυρίου αυτού καί μή ετοιμάσας ή ποιήσας πρός τό θέλημα αυτού δαρήσεται πολλάς. 48 ο δέ μή γνούς, ποιήσας δέ άξια πληγών, δαρήσεται ολίγας. παντί δέ ώ εδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται παρ' αυτού, καί ώ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αιτήσουσιν αυτόν.

49 Πύρ ήλθον βαλείν επί τήν γήν,

                         καί τί θέλω ει ήδη ανήφθη.

50           βάπτισμα δέ έχω βαπτισθήναι,

                         καί πώς συνέχομαι έως ότου τελεσθή.

51           δοκείτε ότι ειρήνην

                         παρεγενόμην δούναι εν τή γή;

                                   ουχί, λέγω υμίν, αλλ' ή διαμερισμόν.

52           έσονται γάρ από τούνύν

                         πέντε εν ενί οίκω διαμεμερισμένοι,

                                   τρείς επί δυσίν καί δύο επί τρισίν,

53           διαμερισθήσονται πατήρ επί υιώ

                         καί υιός επί πατρί,

                μήτηρ επί τήν θυγατέρα

           καί θυγάτηρ επί τήν μητέρα,

                πενθερά επί τήν νύμφην αυτής

                         καί νύμφη επί τήν πενθεράν.

54 Έλεγεν δέ καί τοίς όχλοις, Όταν ίδητε τήν νεφέλην ανατέλλουσαν επί δυσμών, ευθέως λέγετε ότι Όμβρος έρχεται, καί γίνεται ούτως. 55 καί όταν νότον πνέοντα, λέγετε ότι Καύσων έσται, καί γίνεται. 56 υποκριταί, τό πρόσωπον τής γής καί τού ουρανού οίδατε δοκιμάζειν, τόν καιρόν δέ τούτον πώς ουκ οίδατε δοκιμάζειν;

57 Τί δέ καί αφ' εαυτών ου κρίνετε τό δίκαιον; 58 ώς γάρ υπάγεις μετά τού αντιδίκου σου επ' άρχοντα, εν τή οδώ δός εργασίαν απηλλάχθαι απ' αυτού, μήποτε κατασύρη σε πρός τόν κριτήν, καί ο κριτής σε παραδώσει τώ πράκτορι, καί ο πράκτωρ σε βαλεί εις φυλακήν. 59 λέγω σοι, ου μή εξέλθης εκείθεν έως καί τό έσχατον λεπτόν αποδώς.

     

13:1 Παρήσαν δέ τινες εν αυτώ τώ καιρώ απαγγέλλοντες αυτώ περί τών Γαλιλαίων ών τό αίμα Πιλάτος έμιξεν μετά τών θυσιών αυτών. 2 καί αποκριθείς είπεν αυτοίς, Δοκείτε ότι οι Γαλιλαίοι ούτοι αμαρτωλοί παρά πάντας τούς Γαλιλαίους εγένοντο, ότι ταύτα πεπόνθασιν; 3 ουχί, λέγω υμίν, αλλ' εάν μή μετανοήτε πάντες ομοίως απολείσθε. 4 ή εκείνοι οι δεκαοκτώ εφ' ούς έπεσεν ο πύργος εν τώ Σιλωάμ καί απέκτεινεν αυτούς, δοκείτε ότι αυτοί οφειλέται εγένοντο παρά πάντας τούς ανθρώπους τούς κατοικούντας Ιερουσαλήμ; 5 ουχί, λέγω υμίν, αλλ' εάν μή μετανοήτε πάντες ώσαύτως απολείσθε.

6 Έλεγεν δέ ταύτην τήν παραβολήν. Συκήν είχέν τις πεφυτευμένην εν τώ αμπελώνι αυτού, καί ήλθεν ζητών καρπόν εν αυτή καί ουχ εύρεν. 7 είπεν δέ πρός τόν αμπελουργόν, Ιδού τρία έτη αφ' ού έρχομαι ζητών καρπόν εν τή συκή ταύτη καί ουχ ευρίσκω. Έκκοψον ούν αυτήν. Ινα τί καί τήν γήν καταργεί; 8 ο δέ αποκριθείς λέγει αυτώ, Κύριε, άφες αυτήν καί τούτο τό έτος, έως ότου σκάψω περί αυτήν καί βάλω κόπρια. 9 κάν μέν ποιήση καρπόν εις τό μέλλον, ει δέ μή γε, εκκόψεις αυτήν.

10 Ήν δέ διδάσκων εν μιάτών συναγωγών εν τοίς σάββασιν. 11 καί ιδού γυνή πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δεκαοκτώ, καί ήν συγκύπτουσα καί μή δυναμένη ανακύψαι εις τό παντελές. 12 ιδών δέ αυτήν ο Ιησούς προσεφώνησεν καί είπεν αυτή, Γύναι, απολέλυσαι τής ασθενείας σου, 13 καί επέθηκεν αυτή τάς χείρας. καί παραχρήμα ανωρθώθη, καί εδόξαζεν τόν θεόν. 14 αποκριθείς δέ ο αρχισυνάγωγος, αγανακτών ότι τώ σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγεν τώ όχλω ότι Έξ ημέραι εισίν εν αίς δεί εργάζεσθαι. εν αυταίς ούν ερχόμενοι θεραπεύεσθε καί μή τή ημέρα του σαββάτου. 15 απεκρίθη δέ αυτώ ο κύριος καί είπεν, Υποκριταί, έκαστος υμών τώ σαββάτω ου λύει τόν βούν αυτού ή τόν όνον από τής φάτνης καί απαγαγών ποτίζει; 16 ταύτην δέ θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ήν έδησεν ο Σατανάς ιδού δέκα καί οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι από τού δεσμού τούτου τή ημέρα τού σαββάτου; 17 καί ταύτα λέγοντος αυτού κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι αυτώ, καί πάς ο όχλος έχαιρεν επί πάσιν τοίς ενδόξοις τοίς γινομένοις υπ' αυτού.

18 Έλεγεν ούν, Τίνι ομοία εστίν η βασιλεία τού θεού, καί τίνι ομοιώσω αυτήν; 19 ομοία εστίν κόκκω σινάπεως, όν λαβών άνθρωπος έβαλεν εις κήπον εαυτού, καί ηύξησεν καί εγένετο εις δένδρον, καί τά πετεινά τού ουρανού κατεσκήνωσεν εν τοίς κλάδοις αυτού.

20 Καί πάλιν είπεν, Τίνι ομοιώσω τήν βασιλείαν τού θεού; 21 ομοία εστίν ζύμη, ήν λαβούσα γυνή ενέκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία έως ού εζυμώθη όλον.

22 Καί διεπορεύετο κατά πόλεις καί κώμας διδάσκων καί πορείαν ποιούμενος εις Ιεροσόλυμα. 23 είπεν δέ τις αυτώ, Κύριε, ειολίγοι οι σωζόμενοι; ο δέ είπεν πρός αυτούς, 24 Αγωνίζεσθε εισελθείν διά τής στενής θύρας, ότι πολλοί, λέγω υμίν, ζητήσουσιν εισελθείν καί ουκ ισχύσουσιν. 25 αφ' ού άν εγερθή ο οικοδεσπότης καί αποκλείση τήν θύραν, καί άρξησθε έξω εστάναι καί κρούειν τήν θύραν λέγοντες, Κύριε, άνοιξον ημίν. καί αποκριθείς ερεί υμίν, Ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ. 26 τότε άρξεσθε λέγειν, Εφάγομεν ενώπιόν σου καί επίομεν, καί εν ταίς πλατείαις ημών εδίδαξας. 27 καί ερεί λέγων υμίν, Ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ. απόστητε απ' εμού, πάντες εργάται αδικίας. 28 εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων, όταν όψεσθε Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ καί πάντας τούς προφήτας εν τή βασιλεία τού θεού, υμάς δέ εκβαλλομένους έξω. 29 καί ήξουσιν από ανατολών καί δυσμών καί από βορρά καί νότου καί ανακλιθήσονται εν τή βασιλεία τού θεού. 30 καί ιδού εισίν έσχατοι οί έσονται πρώτοι, καί εισίν πρώτοι οί έσονται έσχατοι.

31 Εν αυτή τή ώρα προσήλθάν τινες Φαρισαίοι λέγοντες αυτώ, Έξελθε καί πορεύου εντεύθεν, ότι Ηρώδης θέλει σε αποκτείναι. 32 καί είπεν αυτοίς, Πορευθέντες είπατε τή αλώπεκι ταύτη, Ιδού εκβάλλω δαιμόνια καί ιάσεις αποτελώ σήμερον καί αύριον, καί τή τρίτη τελειούμαι. 33 πλήν δεί με σήμερον καί αύριον καί τή εχομένη πορεύεσθαι, ότι ουκ ενδέχεται προφήτην απολέσθαι έξω Ιερουσαλήμ. 34 Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, η αποκτείνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολούσα τούς απεσταλμένους πρός αυτήν, ποσάκις ηθέλησα επισυνάξαι τά τέκνα σου όν τρόπον όρνις τήν εαυτής νοσσιάν υπό τάς πτέρυγας, καί ουκ ηθελήσατε. 35 ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών. λέγω δέ υμίν, ου μή ίδητέ με έως ήξει ότε είπητε, Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου.

14:1 Καί εγένετο εν τώ ελθείν αυτόν εις οίκόν τινος τών αρχόντων τών Φαρισαίων σαββάτω φαγείν άρτον καί αυτοί ήσαν παρατηρούμενοι αυτόν. 2 καί ιδού άνθρωπός τις ήν υδρωπικός έμπροσθεν αυτού. 3 καί αποκριθείς ο Ιησούς είπεν πρός τούς νομικούς καί Φαρισαίους λέγων, Έξεστιν τώ σαββάτω θεραπεύσαι ή ού; 4 οι δέ ησύχασαν. καί επιλαβόμενος ιάσατο αυτόν καί απέλυσεν. 5 καί πρός αυτούς είπεν, Τίνος υμών υιός ή βούς εις φρέαρ πεσείται, καί ουκ ευθέως ανασπάσει αυτόν εν ημέρα τού σαββάτου; 6 καί ουκ ίσχυσαν ανταποκριθήναι πρός ταύτα.

7 Έλεγεν δέ πρός τούς κεκλημένους παραβολήν, επέχων πώς τάς πρωτοκλισίας εξελέγοντο, λέγων πρός αυτούς, 8 Όταν κληθής υπό τινος εις γάμους, μή κατακλιθής εις τήν πρωτοκλισίαν, μήποτε εντιμότερός σου ή κεκλημένος υπ' αυτού, 9 καί ελθών ο σέ καί αυτόν καλέσας ερεί σοι, Δός τούτω τόπον, καί τότε άρξη μετά αισχύνης τόν έσχατον τόπον κατέχειν. 10 αλλ' όταν κληθής πορευθείς ανάπεσε εις τόν έσχατον τόπον,ίνα όταν έλθη ο κεκληκώς σε ερεί σοι, Φίλε, προσανάβηθι ανώτερον. τότε έσται σοι δόξα ενώπιον πάντων τών συνανακειμένων σοι. 11 ότι πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται καί ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται. 12 Έλεγεν δέ καί τώ κεκληκότι αυτόν, Όταν ποιής άριστον ή δείπνον, μή φώνει τούς φίλους σου μηδέ τούς αδελφούς σου μηδέ τούς συγγενείς σου μηδέ γείτονας πλουσίους, μήποτε καί αυτοί αντικαλέσωσίν σε καί γένηται ανταπόδομά σοι. 13 αλλ' όταν δοχήν ποιής, κάλει πτωχούς, αναπείρους, χωλούς, τυφλούς. 14 καί μακάριος έση, ότι ουκ έχουσιν ανταποδούναί σοι, ανταποδοθήσεται γάρ σοι εν τή αναστάσει τών δικαίων.

15 Ακούσας δέ τις τών συνανακειμένων ταύτα είπεν αυτώ, Μακάριος όστις φάγεται άρτον εν τή βασιλεία τού θεού. 16 ο δέ είπεν αυτώ, Άνθρωπός τις εποίει δείπνον μέγα, καί εκάλεσεν πολλούς, 17 καί απέστειλεν τόν δούλον αυτού τή ώρα τού δείπνου ειπείν τοίς κεκλημένοις, Έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμά εστίν. 18 καί ήρξαντο από μιάς πάντες παραιτείσθαι. ο πρώτος είπεν αυτώ, Αγρόν ηγόρασα καί έχω ανάγκην εξελθών ιδείν αυτόν. ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. 19 καί έτερος είπεν, Ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε καί πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά. ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. 20 καί έτερος είπεν, Γυναίκα έγημα καί διά τούτο ου δύναμαι ελθείν. 21 καί παραγενόμενος ο δούλος απήγγειλεν τώ κυρίω αυτού ταύτα. Τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης είπεν τώ δούλω αυτού, Έξελθε ταχέως εις τάς πλατείας καί ρύμας τής πόλεως, καί τούς πτωχούς καί αναπείρους καί τυφλούς καί χωλούς εισάγαγε ώδε. 22 καί είπεν ο δούλος, Κύριε, γέγονεν ό επέταξας, καί έτι τόπος εστίν. 23 καί είπεν ο κύριος πρός τόν δούλον, Έξελθε εις τάς οδούς καί φραγμούς καί ανάγκασον εισελθείν,ίνα γεμισθή μου ο οίκος. 24 λέγω γάρ υμίν ότι ουδείς τών ανδρών εκείνων τών κεκλημένων γεύσεταί μου τού δείπνου.

25 Συνεπορεύοντο δέ αυτώ όχλοι πολλοί, καί στραφείς είπεν πρός αυτούς, 26 Εί τις έρχεται πρός με καί ου μισεί τόν πατέρα εαυτού καί τήν μητέρα καί τήν γυναίκα καί τά τέκνα καί τούς αδελφούς καί τάς αδελφάς, έτι τε καί τήν ψυχήν εαυτού, ου δύναται είναί μου μαθητής. 27 όστις ου βαστάζει τόν σταυρόν εαυτού καί έρχεται οπίσω μου ου δύναται είναι μου μαθητής. 28 τίς γάρ εξ υμών θέλων πύργον οικοδομήσαι ουχί πρώτον καθίσας ψηφίζει τήν δαπάνην, ει έχει εις απαρτισμόν; 29 ίνα μήποτε θέντος αυτού θεμέλιον καί μή ισχύοντος εκτελέσαι πάντες οι θεωρούντες άρξωνται αυτώ εμπαίζειν 30 λέγοντες ότι Ούτος ο άνθρωπος ήρξατο οικοδομείν καί ουκ ίσχυσεν εκτελέσαι. 31 ή τίς βασιλεύς πορευόμενος ετέρω βασιλεί συμβαλείν εις πόλεμον ουχί καθίσας πρώτον βουλεύσεται ει δυνατός εστίν εν δέκα χιλιάσιν υπαντήσαι τώ μετά είκοσι χιλιάδων ερχομένω επ' αυτόν; 32 ει δέ μή γε, έτι αυτού πόρρω όντος πρεσβείαν αποστείλας ερωτά τά πρός ειρήνην. 33 ούτως ούν πάς εξ υμών ός ουκ αποτάσσεται πάσιν τοίς εαυτού υπάρχουσιν ου δύναται είναι μου μαθητής.

34 Καλόν ούν τό άλας. εάν δέ καί τό άλας μωρανθή, εν τίνι αρτυθήσεται; 35 ούτε εις γήν ούτε εις κοπρίαν εύθετόν εστίν. έξω βάλλουσιν αυτό. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.

15:1 Ήσαν δέ αυτώ εγγίζοντες πάντες οι τελώναι καί οι αμαρτωλοί ακούειν αυτού. 2 καί διεγόγγυζον οί τε Φαρισαίοι καί οι γραμματείς λέγοντες ότι Ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται καί συνεσθίει αυτοίς. 3 είπεν δέ πρός αυτούς τήν παραβολήν ταύτην λέγων, 4 Τίς άνθρωπος εξ υμών έχων εκατόν πρόβατα καί απολέσας εξ αυτών έν ου καταλείπει τά ενενήκοντα εννέα εν τή ερήμω καί πορεύεται επί τό απολωλός έως εύρη αυτό; 5 καί ευρών επιτίθησιν επί τούς ώμους αυτού χαίρων, 6 καί ελθών εις τόν οίκον συγκαλεί τούς φίλους καί τούς γείτονας λέγων αυτοίς, Συγχάρητέ μοι, ότι εύρον τό πρόβατόν μου τό απολωλός. 7 λέγω υμίν ότι ούτως χαρά εν τώ ουρανώ έσται επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι ή επί ενενήκοντα εννέα δικαίοις οίτινες ου χρείαν έχουσιν μετανοίας.

8 Ή τίς γυνή δραχμάς έχουσα δέκα, εάν απολέση δραχμήν μίαν, ουχί άπτει λύχνον καί σαροί τήν οικίαν καί ζητεί επιμελώς έως ού εύρη; 9 καί ευρούσα συγκαλεί τάς φίλας καί γείτονας λέγουσα, Συγχάρητέ μοι, ότι εύρον τήν δραχμήν ήν απώλεσα. 10 ούτως, λέγω υμίν, γίνεται χαρά ενώπιον τών αγγέλων τού θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι.

11 Είπεν δέ, Άνθρωπός τις είχεν δύο υιούς. 12 καί είπεν ο νεώτερος αυτών τώ πατρί, Πάτερ, δός μοι τό επιβάλλον μέρος τής ουσίας. ο δέ διείλεν αυτοίς τόν βίον. 13 καί μετ' ου πολλάς ημέρας συναγαγών πάντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, καί εκεί διεσκόρπισεν τήν ουσίαν αυτού ζών ασώτως. 14 δαπανήσαντος δέ αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρά κατά τήν χώραν εκείνην, καί αυτός ήρξατο υστερείσθαι. 15 καί πορευθείς εκολλήθη ενί τών πολιτών τής χώρας εκείνης, καί έπεμψεν αυτόν εις τούς αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. 16 καί επεθύμει χορτασθήναι εκ τών κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, καί ουδείς εδίδου αυτώ. 17 εις εαυτόν δέ ελθών έφη, Πόσοι μίσθιοι τού πατρός μου περισσεύονται άρτων, εγώ δέ λιμώ ώδε απόλλυμαι. 18 αναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου καί ερώ αυτώ, Πάτερ, ήμαρτον εις τόν ουρανόν καί ενώπιόν σου, 19 ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. ποίησόν με ώς ένα τών μισθίων σου. 20 καί αναστάς ήλθεν πρός τόν πατέρα εαυτού. έτι δέ αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού καί εσπλαγχνίσθη καί δραμών επέπεσεν επί τόν τράχηλον αυτού καί κατεφίλησεν αυτόν. 21 είπεν δέ ο υιός αυτώ, Πάτερ, ήμαρτον εις τόν ουρανόν καί ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. 22 είπεν δέ ο πατήρ πρός τούς δούλους αυτού, Ταχύ εξενέγκατε στολήν τήν πρώτην καί ενδύσατε αυτόν, καί δότε δακτύλιον εις τήν χείρα αυτού καί υποδήματα εις τούς πόδας, 23 καί φέρετε τόν μόσχον τόν σιτευτόν, θύσατε καί φαγόντες ευφρανθώμεν, 24 ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήν καί ανέζησεν, ήν απολωλώς καί ευρέθη. καί ήρξαντο ευφραίνεσθαι.

25 Ήν δέ ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ. καί ώς ερχόμενος ήγγισεν τή οικία, ήκουσεν συμφωνίας καί χορών, 26 καί προσκαλεσάμενος ένα τών παίδων επυνθάνετο τί άν είη ταύτα. 27 ο δέ είπεν αυτώ ότι Ο αδελφός σου ήκει, καί έθυσεν ο πατήρ σου τόν μόσχον τόν σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. 28 ωργίσθη δέ καί ουκ ήθελεν εισελθείν. ο δέ πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. 29 ο δέ αποκριθείς είπεν τώ πατρί αυτού, Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι καί ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, καί εμοί ουδέποτε έδωκας έριφονίνα μετά τών φίλων μου ευφρανθώ. 30 ότε δέ ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τόν βίον μετά πορνών ήλθεν, έθυσας αυτώ τόν σιτευτόν μόσχον. 31 ο δέ είπεν αυτώ, Τέκνον, σύ πάντοτε μετ' εμούεί, καί πάντα τά εμά σά εστιν. 32 ευφρανθήναι δέ καί χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν καί έζησεν, καί απολωλώς καί ευρέθη.

16:1 Έλεγεν δέ καί πρός τούς μαθητάς, Άνθρωπός τις ήν πλούσιος ός είχεν οικονόμον, καί ούτος διεβλήθη αυτώ ώς διασκορπίζων τά υπάρχοντα αυτού. 2 καί φωνήσας αυτόν είπεν αυτώ, Τί τούτο ακούω περί σού; απόδος τόν λόγον τής οικονομίας σου, ου γάρ δύνη έτι οικονομείν. 3 είπεν δέ εν εαυτώ ο οικονόμος, Τί ποιήσω, ότι ο κύριός μου αφαιρείται τήν οικονομίαν απ' εμού; σκάπτειν ουκ ισχύω, επαιτείν αισχύνομαι. 4 έγνων τί ποιήσω,ίνα όταν μετασταθώ εκ τής οικονομίας δέξωνταί με εις τούς οίκους αυτών. 5 καί προσκαλεσάμενος ένα έκαστον τών χρεοφειλετών τούκυρίου εαυτού έλεγεν τώ πρώτω, Πόσον οφείλεις τώ κυρίω μου; 6 ο δέ είπεν, Εκατόν βάτους ελαίου. ο δέ είπεν αυτώ, Δέξαι σου τά γράμματα καί καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα. 7 έπειτα ετέρω είπεν, Σύ δέ πόσονοφείλεις; ο δέ είπεν, Εκατόν κόρους σίτου. λέγει αυτώ, Δέξαι σου τά γράμματα καί γράψον ογδοήκοντα. 8 καί επήνεσεν ο κύριος τόν οικονόμον τής αδικίας ότι φρονίμως εποίησεν. ότι οι υιοί τού αιώνος τούτου φρονιμώτεροι υπέρ τούς υιούς τού φωτός εις τήν γενεάν τήν εαυτών εισίν. 9 Καί εγώ υμίν λέγω, εαυτοίς ποιήσατε φίλους εκ τού μαμωνά τής αδικίας,ίνα όταν εκλίπη δέξωνται υμάς εις τάς αιωνίους σκηνάς. 10 ο πιστός εν ελαχίστω καί εν πολλώ πιστός εστίν, καί ο εν ελαχίστω άδικος καί εν πολλώ άδικός εστίν. 11 ει ούν εν τώ αδίκω μαμωνά πιστοί ουκ εγένεσθε, τό αληθινόν τίς υμίν πιστεύσει; 12 καί ει εν τώ αλλοτρίω πιστοί ουκ εγένεσθε, τό υμέτερον τίς υμίν δώσει; 13 Ουδείς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν. ή γάρ τόν ένα μισήσει καί τόν έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται καί τού ετέρου καταφρονήσει. ου δύνασθε θεώ δουλεύειν καί μαμωνά.

14 Ήκουον δέ ταύτα πάντα οι Φαρισαίοι φιλάργυροι υπάρχοντες, καί εξεμυκτήριζον αυτόν. 15 καί είπεν αυτοίς, Υμείς εστε οι δικαιούντες εαυτούς ενώπιον τών ανθρώπων, ο δέ θεός γινώσκει τάς καρδίας υμών. ότι τό εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον τού θεού. 16 Ο νόμος καί οι προφήται μέχρι Ιωάννου. από τότε η βασιλεία τού θεού ευαγγελίζεται καί πάς εις αυτήν βιάζεται. 17 Ευκοπώτερον δέ εστίν τόν ουρανόν καί τήν γήν παρελθείν ή τού νόμου μίαν κεραίαν πεσείν. 18 Πάς ο απολύων τήν γυναίκα αυτού καί γαμών ετέραν μοιχεύει, καί ο απολελυμένην από ανδρός γαμών μοιχεύει.

19 Άνθρωπος δέ τις ήν πλούσιος, καί ενεδιδύσκετο πορφύραν καί βύσσον ευφραινόμενος καθ' ημέραν λαμπρώς. 20 πτωχός δέ τις ονόματι Λάζαρος εβέβλητο πρός τόν πυλώνα αυτού ειλκωμένος 21 καί επιθυμών χορτασθήναι από τών πιπτόντων από τής τραπέζης τού πλουσίου. αλλά καί οι κύνες ερχόμενοι επέλειχον τά έλκη αυτού. 22 εγένετο δέ αποθανείν τόν πτωχόν καί απενεχθήναι αυτόν υπό τών αγγέλων εις τόν κόλπον Αβραάμ. απέθανεν δέ καί ο πλούσιος καί ετάφη. 23 καί εν τώ άδη επάρας τούς οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά Αβραάμ από μακρόθεν καί Λάζαρον εν τοίς κόλποις αυτού. 24 καί αυτός φωνήσας είπεν, Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με καί πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη τό άκρον τού δακτύλου αυτού ύδατος καί καταψύξη τήν γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τή φλογί ταύτη. 25 είπεν δέ Αβραάμ, Τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες τά αγαθά σου εν τή ζωή σου, καί Λάζαρος ομοίως τά κακά. νύν δέ ώδε παρακαλείται σύ δέο δυνάσαι. 26 καί εν πάσι τούτοις μεταξύ ημών καί υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν πρός υμάς μή δύνωνται, μηδέ εκείθεν πρός ημάς διαπερώσιν. 27 είπεν δέ, Ερωτώ σε ούν, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τόν οίκον τού πατρός μου, 28 έχω γάρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μή καί αυτοί έλθωσιν εις τόν τόπον τούτον τής βασάνου. 29 λέγει δέ Αβραάμ, Έχουσι Μωϋσέα καί τούς προφήτας. ακουσάτωσαν αυτών. 30 ο δέ είπεν, Ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ' εάν τις από νεκρών πορευθή πρός αυτούς μετανοήσουσιν. 31 είπεν δέ αυτώ, Ει Μωϋσέως καί τών προφητών ουκ ακούουσιν, ουδ' εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.

17:1 Είπεν δέ πρός τούς μαθητάς αυτού, Ανένδεκτόν εστίν τού τά σκάνδαλα μή ελθείν, πλήν ουαί δι' ού έρχεται. 2 λυσιτελεί αυτώ ει λίθος μυλικός περίκειται περί τόν τράχηλον αυτού καί έρριπται εις τήν θάλασσαν ή ίνα σκανδαλίση τών μικρών τούτων ένα. 3 προσέχετε εαυτοίς. εάν αμάρτη ο αδελφός σου επιτίμησον αυτώ, καί εάν μετανοήση άφες αυτώ. 4 καί εάν επτάκις τής ημέρας αμαρτήση εις σέ καί επτάκις επιστρέψη πρός σέ λέγων, Μετανοώ, αφήσεις αυτώ.

5 Καί είπαν οι απόστολοι τώ κυρίω, Πρόσθες ημίν πίστιν. 6 είπεν δέ ο κύριος, Ει έχετε πίστιν ώς κόκκον σινάπεως, ελέγετε άν τή συκαμίνω ταύτη, Εκριζώθητι καί φυτεύθητι εν τή θαλάσση. καί υπήκουσεν άν υμίν.

7 Τίς δέ εξ υμών δούλον έχων αροτριώντα ή ποιμαίνοντα, ός εισελθόντι εκ τού αγρού ερεί αυτώ, Ευθέως παρελθών ανάπεσε, 8 αλλ' ουχί ερεί αυτώ, Ετοίμασον τί δειπνήσω, καί περιζωσάμενος διακόνει μοι έως φάγω καί πίω, καί μετά ταύτα φάγεσαι καί πίεσαι σύ; 9 μή έχει χάριν τώ δούλω ότι εποίησεν τά διαταχθέντα; 10 ούτως καί υμείς, όταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι Δούλοι αχρείοί εσμέν, ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν.

11 Καί εγένετο εν τώ πορεύεσθαι εις Ιερουσαλήμ καί αυτός διήρχετο διά μέσον Σαμαρείας καί Γαλιλαίας. 12 καί εισερχομένου αυτού είς τινά κώμην απήντησαν αυτώ δέκα λεπροί άνδρες, οί έστησαν πόρρωθεν, 13 καί αυτοί ήραν φωνήν λέγοντες, Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς. 14 καί ιδών είπεν αυτοίς, Πορευθέντες επιδείξατε εαυτούς τοίς ιερεύσιν. καί εγένετο εν τώ υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν. 15 είς δέ εξ αυτών, ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψεν μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τόν θεόν, 16 καί έπεσεν επί πρόσωπον παρά τούς πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ. καί αυτός ήν Σαμαρίτης. 17 αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπεν, Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν; οι δέ εννέα πού; 18 ουχ ευρέθησαν υποστρέψαντες δούναι δόξαν τώ θεώ ει μή ο αλλογενής ούτος; 19 καΓι είπεν αυτώ, Αναστάς πορεύου. η πίστις σου σέσωκέν σε.

20 Επερωτηθείς δέ υπό τών Φαρισαίων πότε έρχεται η βασιλεία τού θεού απεκρίθη αυτοίς καί είπεν, Ουκ έρχεται η βασιλεία τού θεού μετά παρατηρήσεως, 21 ουδέ ερούσιν, Ιδού ώδε. ή, Εκεί. ιδού γάρ η βασιλεία τού θεού εντός υμών εστίν. 22 Είπεν δέ πρός τούς μαθητάς, Ελεύσονται ημέραι ότε επιθυμήσετε μίαν τών ημερών τού υιού τού ανθρώπου ιδείν καί ουκ όψεσθε. 23 καί ερούσιν υμίν, Ιδού εκεί. ή, Ιδού ώδε. μή απέλθητε μηδέ διώξητε. 24 ώσπερ γάρ η αστραπή αστράπτουσα εκ τής υπό τόν ουρανόν εις τήν υπ' ουρανόν λάμπει, ούτως έσται ο υιός τού ανθρώπου εν τή ημέρα αυτού. 25 πρώτον δέ δεί αυτόν πολλά παθείν καί αποδοκιμασθήναι από τής γενεάς ταύτης. 26 καί καθώς εγένετο εν ταίς ημέραις Νώε, ούτως έσται καί εν ταίς ημέραις τού υιού τού ανθρώπου. 27 ήσθιον, έπινον, εγάμουν, εγαμίζοντο, άχρι ης ημέρας εισήλθεν Νώε εις τήν κιβωτόν, καί ήλθεν ο κατακλυσμός καί απώλεσεν πάντας. 28 ομοίως καθώς εγένετο εν ταίς ημέραις Λώτ. ήσθιον, έπινον, ηγόραζον, επώλουν, εφύτευον, ωκοδόμουν. 29 ή δέ ημέρα εξήλθεν Λώτ από Σοδόμων, έβρεξεν πύρ καί θείον απ' ουρανού καί απώλεσεν πάντας. 30 κατά τά αυτά έσται ή ημέρα ο υιός τούανθρώπου αποκαλύπτεται. 31 εν εκείνη τή ημέραός έσται επί τού δώματος καί τά σκεύη αυτού εν τή οικία, μή καταβάτω άραι αυτά, καί ο εν αγρώ ομοίως μή επιστρεψάτω εις τά οπίσω. 32 μνημονεύετε τής γυναικός Λώτ. 33 ός εάν ζητήση τήν ψυχήν αυτού περιποιήσασθαι απολέσει αυτήν, ός δ' άν απολέση ζωογονήσει αυτήν. 34 λέγω υμίν, ταύτη τή νυκτί έσονται δύο επί κλίνης μιάς, ο είς παραλημφθήσεται καί ο έτερος αφεθήσεται. 35 έσονται δύο αλήθουσαι επί τό αυτό, η μία παραλημφθήσεται η δέ ετέρα αφεθήσεται. 36 37 καί αποκριθέντες λέγουσιν αυτώ, Πού, κύριε; ο δέ είπεν αυτοίς, Όπου τό σώμα, εκεί καί οι αετοί επισυναχθήσονται.

18:1 Έλεγεν δέ παραβολήν αυτοίς πρός τό δείν πάντοτε προσεύχεσθαι αυτούς καί μή εγκακείν, 2 λέγων, Κριτής τις ήν έν τινι πόλει τόν θεόν μή φοβούμενος καί άνθρωπον μή εντρεπόμενος. 3 χήρα δέ ήν εν τή πόλει εκείνη καί ήρχετο πρός αυτόν λέγουσα, Εκδίκησόν με από τού αντιδίκου μου. 4 καί ουκ ήθελεν επί χρόνον, μετά δέ ταύτα είπεν εν εαυτώ, Ει καί τόν θεόν ου φοβούμαι ουδέ άνθρωπον εντρέπομαι, 5 διά γε τό παρέχειν μοι κόπον τήν χήραν ταύτην εκδικήσω αυτήν,ίνα μή εις τέλος ερχομένη υπωπιάζη με. 6 Είπεν δέ ο κύριος, Ακούσατε τί ο κριτής τής αδικίας λέγει. 7 ο δέ θεός ου μή ποιήση τήν εκδίκησιν τών εκλεκτών αυτού τών βοώντων αυτώ ημέρας καί νυκτός, καί μακροθυμεί επ' αυτοίς; 8 λέγω υμίν ότι ποιήσει τήν εκδίκησιν αυτών εν τάχει. πλήν ο υιός τού ανθρώπου ελθών αρα ευρήσει τήν πίστιν επί τής γής;

9 Είπεν δέ καί πρός τινάς τούς πεποιθότας εφ' εαυτοίς ότι εισίν δίκαιοι καί εξουθενούντας τούς λοιπούς τήν παραβολήν ταύτην. 10 Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις τό ιερόν προσεύξασθαι, ο είς Φαρισαίος καί ο έτερος τελώνης. 11 ο Φαρισαίος σταθείς πρός εαυτόν ταύτα προσηύχετο,Ο θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί τών ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή καί ώς ούτος ο τελώνης. 12 νηστεύω δίς τού σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. 13 ο δέ τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τούς οφθαλμούς επάραι εις τόν ουρανόν, αλλ' έτυπτεν τό στήθος αυτού λέγων,Ο θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ. 14 λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τόν οίκον αυτού παρ' εκείνον. ότι πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δέ ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.

15 Προσέφερον δέ αυτώ καί τά βρέφη ίνα αυτών άπτηται. ιδόντες δέ οι μαθηταί επετίμων αυτοίς. 16 ο δέ Ιησούς προσεκαλέσατο αυτά λέγων, Άφετε τά παιδία έρχεσθαι πρός με καί μή κωλύετε αυτά, τών γάρ τοιούτων εστίν η βασιλεία τού θεού. 17 αμήν λέγω υμίν, ός άν μή δέξηται τήν βασιλείαν τού θεού ώς παιδίον, ου μή εισέλθη εις αυτήν.

18 Καί επηρώτησέν τις αυτόν άρχων λέγων, Διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; 19 είπεν δέ αυτώ ο Ιησούς, Τί με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μή είς ο θεός. 20 τάς εντολάς οίδας. Μή μοιχεύσης, Μή φονεύσης, Μή κλέψης, Μή ψευδομαρτυρήσης, Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα. 21 ο δέ είπεν, Ταύτα πάντα εφύλαξα εκ νεότητος. 22 ακούσας δέ ο Ιησούς είπεν αυτώ, Έτι έν σοι λείπει. πάντα όσα έχεις πώλησον καί διάδος πτωχοίς, καί έξεις θησαυρόν εν τοίς ουρανοίς, καί δεύρο ακολούθει μοι. 23 ο δέ ακούσας ταύτα περίλυπος εγενήθη, ήν γάρ πλούσιος σφόδρα.

24 Ιδών δέ αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον είπεν, Πώς δυσκόλως οι τά χρήματα έχοντες εις τήν βασιλείαν τού θεού εισπορεύονται. 25 ευκοπώτερον γάρ εστίν κάμηλον διά τρήματος βελόνης εισελθείν ή πλούσιον εις τήν βασιλείαν τού θεού εισελθείν. 26 είπαν δέ οι ακούσαντες, Καί τίς δύναται σωθήναι; 27 ο δέ είπεν, Τά αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τώ θεώ εστίν. 28 Είπεν δέ ο Πέτρος, Ιδού ημείς αφέντες τά ίδια ηκολουθήσαμέν σοι. 29 ο δέ είπεν αυτοίς, Αμήν λέγω υμίν ότι ουδείς εστίν ός αφήκεν οικίαν ή γυναίκα ή αδελφούς ή γονείς ή τέκνα ένεκεν τής βασιλείας τού θεού, 30 ός ουχί μή απολάβη πολλαπλασίονα εν τώ καιρώ τούτω καί εν τώ αιώνι τώ ερχομένω ζωήν αιώνιον.

31 Παραλαβών δέ τούς δώδεκα είπεν πρός αυτούς, Ιδού αναβαίνομεν εις Ιερουσαλήμ, καί τελεσθήσεται πάντα τά γεγραμμένα διά τών προφητών τώ υιώ τού ανθρώπου. 32 παραδοθήσεται γάρ τοίς έθνεσιν καί εμπαιχθήσεται καί υβρισθήσεται καί εμπτυσθήσεται, 33 καί μαστιγώσαντες αποκτενούσιν αυτόν, καί τή ημέρα τή τρίτη αναστήσεται. 34 καί αυτοί ουδέν τούτων συνήκαν, καί ήν τό ρήμα τούτο κεκρυμμένον απ' αυτών, καί ουκ εγίνωσκον τά λεγόμενα.

35 Εγένετο δέ εν τώ εγγίζειν αυτόν εις Ιεριχώ τυφλός τις εκάθητο παρά τήν οδόν επαιτών. 36 ακούσας δέ όχλου διαπορευομένου επυνθάνετο τί είη τούτο. 37 απήγγειλαν δέ αυτώ ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. 38 καί εβόησεν λέγων, Ιησού, υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. 39 καί οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιγήση. αυτός δέ πολλώ μάλλον έκραζεν, Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. 40 σταθείς δέ ο Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι πρός αυτόν. εγγίσαντος δέ αυτού επηρώτησεν αυτόν, 41 Τί σοι θέλεις ποιήσω; ο δέ είπεν, Κύριε, ίνα αναβλέψω. 42 καί ο Ιησούς είπεν αυτώ, Ανάβλεψον. η πίστις σου σέσωκέν σε. 43 καί παραχρήμα ανέβλεψεν, καί ηκολούθει αυτώ δοξάζων τόν θεόν. καί πάς ο λαός ιδών έδωκεν αίνον τώ θεώ.

19:1 Καί εισελθών διήρχετο τήν Ιεριχώ. 2 καί ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, καί αυτός ήν αρχιτελώνης καί αυτός πλούσιος. 3 καί εζήτει ιδείν τόν Ιησούν τίς εστίν, καί ουκ ηδύνατο από τού όχλου ότι τή ηλικία μικρός ήν. 4 καί προδραμών εις τό έμπροσθεν ανέβη επί συκομορέαν ίνα ίδη αυτόν, ότι εκείνης ήμελλεν διέρχεσθαι. 5 καί ώς ήλθεν επί τόν τόπον, αναβλέψας ο Ιησούς είπεν πρός αυτόν, Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι, σήμερον γάρ εν τώ οίκω σου δεί με μείναι. 6 καί σπεύσας κατέβη, καί υπεδέξατο αυτόν χαίρων. 7 καί ιδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι Παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθεν καταλύσαι. 8 σταθείς δέ Ζακχαίος είπεν πρός τόν κύριον, Ιδού τά ημίσιά μου τών υπαρχόντων, κύριε, τοίς πτωχοίς δίδωμι, καί εί τινός τι εσυκοφάντησα αποδίδωμι τετραπλούν. 9 είπεν δέ πρός αυτόν ο Ιησούς ότι Σήμερον σωτηρία τώ οίκω τούτω εγένετο, καθότι καί αυτός υιός Αβραάμ εστίν. 10 ήλθεν γάρ ο υιός τού ανθρώπου ζητήσαι καί σώσαι τό απολωλός.

11 Ακουόντων δέ αυτών ταύτα προσθείς είπεν παραβολήν διά τό εγγύς είναι Ιερουσαλήμ αυτόν καί δοκείν αυτούς ότι παραχρήμα μέλλει η βασιλεία τού θεού αναφαίνεσθαι. 12 είπεν ούν, Άνθρωπός τις ευγενής επορεύθη εις χώραν μακράν λαβείν εαυτώ βασιλείαν καί υποστρέψαι. 13 καλέσας δέ δέκα δούλους εαυτού έδωκεν αυτοίς δέκα μνάς καί είπεν πρός αυτούς, Πραγματεύσασθε εν ώ έρχομαι. 14 οι δέ πολίται αυτού εμίσουν αυτόν, καί απέστειλαν πρεσβείανοπίσω αυτού λέγοντες, Ου θέλομεν τούτον βασιλεύσαι εφ' ημάς. 15 Καί εγένετο εν τώ επανελθείν αυτόν λαβόντα τήν βασιλείαν καί είπεν φωνηθήναι αυτώ τούς δούλους τούτους οίς δεδώκει τό αργύριον,ίνα γνοί τί διεπραγματεύσαντο. 16 παρεγένετο δέ ο πρώτος λέγων, Κύριε, η μνά σου δέκα προσηργάσατο μνάς. 17 καί είπεν αυτώ, Εύγε, αγαθέ δούλε, ότι εν ελαχίστω πιστός εγένου, ίσθι εξουσίαν έχων επάνω δέκα πόλεων. 18 καί ήλθεν ο δεύτερος λέγων, Η μνά σου, κύριε, εποίησεν πέντε μνάς. 19 είπεν δέ καί τούτω, Καί σύ επάνω γίνου πέντε πόλεων. 20 καί ο έτερος ήλθεν λέγων, Κύριε, ιδού η μνά σου ήν είχον αποκειμένην εν σουδαρίω. 21 εφοβούμην γάρ σε, ότι άνθρωπος αυστηρός εί, αίρεις ό ουκ έθηκας καί θερίζεις ό ουκ έσπειρας. 22 λέγει αυτώ, Εκ τού στόματός σου κρίνω σε, πονηρέ δούλε. ήδεις ότι εγώ άνθρωπος αυστηρός ειμί, αίρων ό ουκ έθηκα καί θερίζων ό ουκ έσπειρα; 23 καί διά τί ουκ έδωκάς μου τό αργύριον επί τράπεζαν; καγώ ελθών σύν τόκω άν αυτό έπραξα. 24 καί τοίς παρεστώσιν είπεν, Άρατε απ' αυτού τήν μνάν καί δότε τώ τάς δέκα μνάς έχοντι 25 , καί είπαν αυτώ, Κύριε, έχει δέκα μνάς, 26 λέγω υμίν ότι παντί τώ έχοντι δοθήσεται, από δέ τού μή έχοντος καί ό έχει αρθήσεται. 27 πλήν τούς εχθρούς μου τούτους τούς μή θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ' αυτούς αγάγετε ώδε καί κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.

28 Καί ειπών ταύτα επορεύετο έμπροσθεν αναβαίνων εις Ιεροσόλυμα. 29 Καί εγένετο ώς ήγγισεν εις Βηθφαγή καί Βηθανίαν πρός τό όρος τό καλούμενον Ελαιών, απέστειλεν δύο τών μαθητών 30 λέγων, Υπάγετε εις τήν κατέναντι κώμην, εν ή εισπορευόμενοι ευρήσετε πώλον δεδεμένον, εφ' όν ουδείς πώποτε ανθρώπων εκάθισεν, καί λύσαντες αυτόν αγάγετε. 31 καί εάν τις υμάς ερωτά, Διά τί λύετε; ούτως ερείτε ότι Ο κύριος αυτού χρείαν έχει. 32 απελθόντες δέ οι απεσταλμένοι εύρον καθώς είπεν αυτοίς. 33 λυόντων δέ αυτών τόν πώλον είπαν οι κύριοι αυτού πρός αυτούς, Τί λύετε τόν πώλον; 34 οι δέ είπαν ότι Ο κύριος αυτού χρείαν έχει. 35 καί ήγαγον αυτόν πρός τόν Ιησούν, καί επιρίψαντες αυτών τά ιμάτια επί τόν πώλον επεβίβασαν τόν Ιησούν. 36 πορευομένου δέ αυτού υπεστρώννυον τά ιμάτια αυτών εν τή οδώ.

37 Εγγίζοντος δέ αυτού ήδη πρός τή καταβάσει του Όρους τών Ελαιών ήρξαντο άπαν τό πλήθος τών μαθητών χαίροντες αινείν τόν θεόν φωνή μεγάλη περί πασών ών είδον δυνάμεων, 38 λέγοντες,           Ευλογημένος ο ερχόμενος

   εν ουρανώ ειρήνη

           καί δόξα εν υψίστοις.

39 καί τινες τών Φαρισαίων από τούόχλου είπαν πρός αυτόν, Διδάσκαλε, επιτίμησον τοίς μαθηταίς σου. 40 καί αποκριθείς είπεν, Λέγω υμίν, εάν ούτοι σιωπήσουσιν, οι λίθοι κράξουσιν.

41 Καί ώς ήγγισεν, ιδών τήν πόλιν έκλαυσεν επ' αυτήν, 42 λέγων ότι Ει έγνως εν τή ημέραταύτη καί σύ τά πρός ειρήνην. νύν δέ εκρύβη απόοφθαλμών σου. 43 ότι ήξουσιν ημέραι επί σέ καί παρεμβαλούσιν οι εχθροί σου χάρακά σοι καί περικυκλώσουσίν σε καί συνέξουσίν σε πάντοθεν, 44 καί εδαφιούσίν σε καί τά τέκνα σου εν σοί, καί ουκ αφήσουσιν λίθον επί λίθον εν σοί, ανθ' ών ουκ έγνως τόν καιρόν τής επισκοπής σου.

45 Καί εισελθών εις τό ιερόν ήρξατο εκβάλλειν τούς πωλούντας, 46 λέγων αυτοίς, Γέγραπται,

   Καί έσται ο οίκός μου οίκος προσευχής,

           υμείς δέ αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών.

47 Καί ήν διδάσκων τό καθ' ημέραν εν τώ ιερώ. οι δέ αρχιερείς καί οι γραμματείς εζήτουν αυτόν απολέσαι καί οι πρώτοι τούλαού. 48 καί ουχ εύρισκον τό τί ποιήσωσιν, ο λαός γάρ άπας εξεκρέματο αυτούακούων.

20:1 Καί εγένετο εν μιάτών ημερών διδάσκοντος αυτούτόν λαόν εν τώ ιερώ καί ευαγγελιζομένου επέστησαν οι αρχιερείς καί οι γραμματείς σύν τοίς πρεσβυτέροις, 2 καί είπαν λέγοντες πρός αυτόν, Ειπόν ημίν εν ποίαεξουσίαταύτα ποιείς, ή τίς εστιν ο δούς σοι τήν εξουσίαν ταύτην. 3 αποκριθείς δέ είπεν πρός αυτούς, Ερωτήσω υμάς καγώ λόγον, καί είπατέ μοι. 4 Τό βάπτισμα Ιωάννου εξ ουρανούήν ή εξ ανθρώπων; 5 οι δέ συνελογίσαντο πρός εαυτούς λέγοντες ότι Εάν είπωμεν, Εξ ουρανού, ερεί, Διά τί ουκ επιστεύσατε αυτώ; 6 εάν δέ είπωμεν, Εξ ανθρώπων, ο λαός άπας καταλιθάσει ημάς, πεπεισμένος γάρ εστιν Ιωάννην προφήτην είναι. 7 καί απεκρίθησαν μή ειδέναι πόθεν. 8 καί ο Ιησούς είπεν αυτοίς, Ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποίαεξουσίαταύτα ποιώ.

9 Ήρξατο δέ πρός τόν λαόν λέγειν τήν παραβολήν ταύτην. Άνθρωπός τις εφύτευσεν αμπελώνα, καί εξέδετο αυτόν γεωργοίς, καί απεδήμησεν χρόνους ικανούς. 10 καί καιρώ απέστειλεν πρός τούς γεωργούς δούλον,ίνα από τούκαρπούτούαμπελώνος δώσουσιν αυτώ. οι δέ γεωργοί εξαπέστειλαν αυτόν δείραντες κενόν. 11 καί προσέθετο έτερον πέμψαι δούλον. οι δέ κακείνον δείραντες καί ατιμάσαντες εξαπέστειλαν κενόν. 12 καί προσέθετο τρίτον πέμψαι. οι δέ καί τούτον τραυματίσαντες εξέβαλον. 13 είπεν δέ ο κύριος τούαμπελώνος, Τί ποιήσω; πέμψω τόν υιόν μου τόν αγαπητόν. ίσως τούτον εντραπήσονται. 14 ιδόντες δέ αυτόν οι γεωργοί διελογίζοντο πρός αλλήλους λέγοντες, Ούτός εστιν ο κληρονόμος. αποκτείνωμεν αυτόν,ίνα ημών γένηται η κληρονομία. 15 καί εκβαλόντες αυτόν έξω τούαμπελώνος απέκτειναν. τί ούν ποιήσει αυτοίς ο κύριος τούαμπελώνος; 16 ελεύσεται καί απολέσει τούς γεωργούς τούτους, καί δώσει τόν αμπελώνα άλλοις. ακούσαντες δέ είπαν, Μή γένοιτο. 17 ο δέ εμβλέψας αυτοίς είπεν, Τί ούν εστιν τό γεγραμμένον τούτο.

       Λίθον όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες,

           ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας;

18 πάς ο πεσών επ' εκείνον τόν λίθον συνθλασθήσεται. εφ' όν δ' άν πέση, λικμήσει αυτόν. 19 Καί εζήτησαν οι γραμματείς καί οι αρχιερείς επιβαλείν επ' αυτόν τάς χείρας εν αυτή τή ώρα, καί εφοβήθησαν τόν λαόν. έγνωσαν γάρ ότι πρός αυτούς είπεν τήν παραβολήν ταύτην.

20 Καί παρατηρήσαντες απέστειλαν εγκαθέτους υποκρινομένους εαυτούς δικαίους είναι,ίνα επιλάβωνται αυτούλόγου, ώστε παραδούναι αυτόν τή αρχή καί τή εξουσίατούηγεμόνος. 21 καί επηρώτησαν αυτόν λέγοντες, Διδάσκαλε, οίδαμεν ότιορθώς λέγεις καί διδάσκεις καί ου λαμβάνεις πρόσωπον, αλλ' επ' αληθείας τήν οδόν τούθεούδιδάσκεις. 22 έξεστιν ημάς Καίσαρι φόρον δούναι ή ού; 23 κατανοήσας δέ αυτών τήν πανουργίαν είπεν πρός αυτούς, 24 Δείξατέ μοι δηνάριον. τίνος έχει εικόνα καί επιγραφήν; οι δέ είπαν, Καίσαρος. 25 ο δέ είπεν πρός αυτούς, Τοίνυν απόδοτε τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τούθεούτώ θεώ. 26 καί ουκ ίσχυσαν επιλαβέσθαι αυτούρήματος εναντίον τούλαού, καί θαυμάσαντες επί τή αποκρίσει αυτούεσίγησαν.

27 Προσελθόντες δέ τινες τών Σαδδουκαίων, οι αντιλέγοντες ανάστασιν μή είναι, επηρώτησαν αυτόν 28 λέγοντες, Διδάσκαλε, Μωϋσής έγραψεν ημίν, εάν τινος αδελφός αποθάνη έχων γυναίκα, καί ούτος άτεκνος ή,ίνα λάβη ο αδελφός αυτούτήν γυναίκα καί εξαναστήση σπέρμα τώ αδελφώ αυτού. 29 επτά ούν αδελφοί ήσαν. καί ο πρώτος λαβών γυναίκα απέθανεν άτεκνος. 30 καί ο δεύτερος 31 καί ο τρίτος έλαβεν αυτήν, ώσαύτως δέ καί οι επτά ου κατέλιπον τέκνα καί απέθανον. 32 ύστερον καί η γυνή απέθανεν. 33 η γυνή ούν εν τή αναστάσει τίνος αυτών γίνεται γυνή; οι γάρ επτά έσχον αυτήν γυναίκα. 34 καί είπεν αυτοίς ο Ιησούς, Οι υιοί τούαιώνος τούτου γαμούσιν καί γαμίσκονται, 35 οι δέ καταξιωθέντες τούαιώνος εκείνου τυχείν καί τής αναστάσεως τής εκ νεκρών ούτε γαμούσιν ούτε γαμίζονται. 36 ουδέ γάρ αποθανείν έτι δύνανται, ισάγγελοι γάρ εισιν, καί υιοί εισιν θεού, τής αναστάσεως υιοί όντες. 37 ότι δέ εγείρονται οι νεκροί καί Μωϋσής εμήνυσεν επί τής βάτου, ώς λέγει κύριον τόν θεόν Αβραάμ καί θεόν Ισαάκ καί θεόν Ιακώβ. 38 θεός δέ ουκ έστιν νεκρών αλλά ζώντων, πάντες γάρ αυτώ ζώσιν. 39 αποκριθέντες δέ τινες τών γραμματέων είπαν, Διδάσκαλε, καλώς είπας. 40 ουκέτι γάρ ετόλμων επερωτάν αυτόν ουδέν.

41 Είπεν δέ πρός αυτούς, Πώς λέγουσιν τόν Χριστόν είναι Δαυίδ υιόν; 42 αυτός γάρ Δαυίδ λέγει εν βίβλω ψαλμών,

       Είπεν κύριος τώ κυρίω μου,

           Κάθου εκ δεξιών μου

43         έως άν θώ τούς εχθρούς σου

               υποπόδιον τών ποδών σου.

44 Δαυίδ ούν κύριον αυτόν καλεί, καί πώς αυτούυιός εστιν; 45 Ακούοντος δέ παντός τούλαούείπεν τοίς μαθηταίς αυτού, 46 Προσέχετε από τών γραμματέων τών θελόντων περιπατείν εν στολαίς καί φιλούντων ασπασμούς εν ταίς αγοραίς καί πρωτοκαθεδρίας εν ταίς συναγωγαίς καί πρωτοκλισίας εν τοίς δείπνοις, 47 οί κατεσθίουσιν τάς οικίας τών χηρών καί προφάσει μακρά προσεύχονται. ούτοι λήμψονται περισσότερον κρίμα.

  

21:1 Αναβλέψας δέ είδεν τούς βάλλοντας εις τό γαζοφυλάκιον τά δώρα αυτών πλουσίους. 2 είδεν δέ τινα χήραν πενιχράν βάλλουσαν εκεί λεπτά δύο, 3 καί είπεν, Αληθώς λέγω υμίν ότι η χήρα αύτη η πτωχή πλείον πάντων έβαλεν. 4 πάντες γάρ ούτοι εκ τούπερισσεύοντος αυτοίς έβαλον εις τά δώρα, αύτη δέ εκ τούυστερήματος αυτής πάντα τόν βίον όν είχεν έβαλεν.

5 Καί τινων λεγόντων περί τούιερού, ότι λίθοις καλοίς καί αναθήμασιν κεκόσμηται, είπεν, 6 Ταύτα ά θεωρείτε, ελεύσονται ημέραι εν αίς ουκ αφεθήσεται λίθος επί λίθω ός ου καταλυθήσεται.

7 Επηρώτησαν δέ αυτόν λέγοντες, Διδάσκαλε, πότε ούν ταύτα έσται, καί τί τό σημείον όταν μέλλη ταύτα γίνεσθαι; 8 ο δέ είπεν, Βλέπετε μή πλανηθήτε. πολλοί γάρ ελεύσονται επί τώονόματί μου λέγοντες, Εγώ ειμι. καί,Οκαιρός ήγγικεν. μή πορευθήτεοπίσω αυτών. 9 όταν δέ ακούσητε πολέμους καί ακαταστασίας, μή πτοηθήτε. δεί γάρ ταύτα γενέσθαι πρώτον, αλλ' ουκ ευθέως τό τέλος. 10 Τότε έλεγεν αυτοίς, Εγερθήσεται έθνος επ' έθνος καί βασιλεία επί βασιλείαν, 11 σεισμοί τε μεγάλοι καί κατά τόπους λιμοί καί λοιμοί έσονται, φόβητρά τε καί απ' ουρανούσημεία μεγάλα έσται. 12 πρό δέ τούτων πάντων επιβαλούσιν εφ' υμάς τάς χείρας αυτών καί διώξουσιν, παραδιδόντες εις τάς συναγωγάς καί φυλακάς, απαγομένους επί βασιλείς καί ηγεμόνας ένεκεν τούονόματός μου. 13 αποβήσεται υμίν εις μαρτύριον. 14 θέτε ούν εν ταίς καρδίαις υμών μή προμελετάν απολογηθήναι, 15 εγώ γάρ δώσω υμίν στόμα καί σοφίαν ή ου δυνήσονται αντιστήναι ή αντειπείν άπαντες οι αντικείμενοι υμίν. 16 παραδοθήσεσθε δέ καί υπό γονέων καί αδελφών καί συγγενών καί φίλων, καί θανατώσουσιν εξ υμών, 17 καί έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά τό όνομά μου. 18 καί θρίξ εκ τής κεφαλής υμών ου μή απόληται. 19 εν τή υπομονή υμών κτήσασθε τάς ψυχάς υμών.

20 Όταν δέ ίδητε κυκλουμένην υπό στρατοπέδων Ιερουσαλήμ, τότε γνώτε ότι ήγγικεν η ερήμωσις αυτής. 21 τότε οι εν τή Ιουδαίαφευγέτωσαν εΙς τά όρη, καί οι εν μέσω αυτής εκχωρείτωσαν, καί οι εν ταίς χώραις μή εισερχέσθωσαν εις αυτήν, 22 ότι ημέραι εκδικήσεως αύταί εισιν τούπλησθήναι πάντα τά γεγραμμένα. 23 ουαί ταίς εν γαστρί εχούσαις καί ταίς θηλαζούσαις εν εκείναις ταίς ημέραις. έσται γάρ ανάγκη μεγάλη επί τής γής καίοργή τώ λαώ τούτω, 24 καί πεσούνται στόματι μαχαίρης καί αιχμαλωτισθήσονται εις τά έθνη πάντα, καί Ιερουσαλήμ έσται πατουμένη υπό εθνών, άχρι ού πληρωθώσιν καιροί εθνών.

25 Καί έσονται σημεία εν ηλίω καί σελήνη καί άστροις, καί επί τής γής συνοχή εθνών εν απορίαήχους θαλάσσης καί σάλου, 26 αποψυχόντων ανθρώπων από φόβου καί προσδοκίας τών επερχομένων τή οικουμένη, αι γάρ δυνάμεις τών ουρανών σαλευθήσονται. 27 καί τότε όψονται τόν υιόν τούανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλη μετά δυνάμεως καί δόξης πολλής. 28 αρχομένων δέ τούτων γίνεσθαι ανακύψατε καί επάρατε τάς κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών.

29 Καί είπεν παραβολήν αυτοίς. Ίδετε τήν συκήν καί πάντα τά δένδρα. 30 όταν προβάλωσιν ήδη, βλέποντες αφ' εαυτών γινώσκετε ότι ήδη εγγύς τό θέρος εστίν. 31 ούτως καί υμείς, όταν ίδητε ταύτα γινόμενα, γινώσκετε ότι εγγύς εστιν η βασιλεία τούθεού. 32 αμήν λέγω υμίν ότι ου μή παρέλθη η γενεά αύτη έως άν πάντα γένηται. 33 ο ουρανός καί η γή παρελεύσονται, οι δέ λόγοι μου ου μή παρελεύσονται.

34 Προσέχετε δέ εαυτοίς μήποτε βαρηθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη καί μέθη καί μερίμναις βιωτικαίς, καί επιστή εφ' υμάς αιφνίδιος η ημέρα εκείνη 35 ώς παγίς. επεισελεύσεται γάρ επί πάντας τούς καθημένους επί πρόσωπον πάσης τής γής. 36 αγρυπνείτε δέ εν παντί καιρώ δεόμενοιίνα κατισχύσητε εκφυγείν ταύτα πάντα τά μέλλοντα γίνεσθαι, καί σταθήναι έμπροσθεν τούυιούτούανθρώπου.

37 Ήν δέ τάς ημέρας εν τώ ιερώ διδάσκων, τάς δέ νύκτας εξερχόμενος ηυλίζετο εις τό όρος τό καλούμενον Ελαιών. 38 καί πάς ο λαός ώρθριζεν πρός αυτόν εν τώ ιερώ ακούειν αυτού.

  

22:1 Ήγγιζεν δέ η εορτή τών αζύμων η λεγομένη πάσχα. 2 καί εζήτουν οι αρχιερείς καί οι γραμματείς τό πώς ανέλωσιν αυτόν, εφοβούντο γάρ τόν λαόν. 3 Εισήλθεν δέ Σατανάς εις Ιούδαν τόν καλούμενον Ισκαριώτην, όντα εκ τούαριθμούτών δώδεκα. 4 καί απελθών συνελάλησεν τοίς αρχιερεύσιν καί στρατηγοίς τό πώς αυτοίς παραδώ αυτόν. 5 καί εχάρησαν καί συνέθεντο αυτώ αργύριον δούναι. 6 καί εξωμολόγησεν, καί εζήτει ευκαιρίαν τούπαραδούναι αυτόν άτερ όχλου αυτοίς.

7 Ήλθεν δέ η ημέρα τών αζύμων, εν ή έδει θύεσθαι τό πάσχα. 8 καί απέστειλεν Πέτρον καί Ιωάννην ειπών, Πορευθέντες ετοιμάσατε ημίν τό πάσχαίνα φάγωμεν. 9 οι δέ είπαν αυτώ, Πούθέλεις ετοιμάσωμεν; 10 ο δέ είπεν αυτοίς, Ιδού εισελθόντων υμών εις τήν πόλιν συναντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων. ακολουθήσατε αυτώ εις τήν οικίαν εις ήν εισπορεύεται. 11 καί ερείτε τώ οικοδεσπότη τής οικίας, Λέγει σοι ο διδάσκαλος, Πούεστιν τό κατάλυμα όπου τό πάσχα μετά τών μαθητών μου φάγω; 12 κακείνος υμίν δείξει ανάγαιον μέγα εστρωμένον. εκεί ετοιμάσατε. 13 απελθόντες δέ εύρον καθώς ειρήκει αυτοίς, καί ητοίμασαν τό πάσχα.

14 Καί ότε εγένετο η ώρα, ανέπεσεν καί οι απόστολοι σύν αυτώ. 15 καί είπεν πρός αυτούς, Επιθυμίαεπεθύμησα τούτο τό πάσχα φαγείν μεθ' υμών πρό τούμε παθείν. 16 λέγω γάρ υμίν ότι ου μή φάγω αυτό έως ότου πληρωθή εν τή βασιλείατούθεού. 17 καί δεξάμενος ποτήριον ευχαριστήσας είπεν, Λάβετε τούτο καί διαμερίσατε εις εαυτούς. 18 λέγω γάρ υμίν ότιου μή πίω από τούνύν από τούγενήματος τής αμπέλου έως ού η βασιλεία τούθεούέλθη. 19 καί λαβών άρτον ευχαριστήσας έκλασεν καί έδωκεν αυτοίς λέγων, Τούτό εστιν τό σώμά μου τό υπέρ υμών διδόμενον. τούτο ποιείτε εις τήν εμήν ανάμνησιν. 20 καί τό ποτήριον ώσαύτως μετά τό δειπνήσαι, λέγων, Τούτο τό ποτήριον η καινή διαθήκη εν τώ αίματί μου, τό υπέρ υμών εκχυννόμενον. 21 πλήν ιδού η χείρ τούπαραδιδόντος με μετ' εμούεπί τής τραπέζης. 22 ότι ο υιός μέν τούανθρώπου κατά τό ώρισμένον πορεύεται, πλήν ουαί τώ ανθρώπω εκείνω δι' ού παραδίδοται. 23 καί αυτοί ήρξαντο συζητείν πρός εαυτούς τό τίς άρα είη εξ αυτών ο τούτο μέλλων πράσσειν.

24 Εγένετο δέ καί φιλονεικία εν αυτοίς, τό τίς αυτών δοκεί είναι μείζων. 25 ο δέ είπεν αυτοίς, Οι βασιλείς τών εθνών κυριεύουσιν αυτών καί οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται. 26 υμείς δέ ουχ ούτως, αλλ' ο μείζων εν υμίν γινέσθω ώς ο νεώτερος, καί ο ηγούμενος ώς ο διακονών. 27 τίς γάρ μείζων, ο ανακείμενος ή ο διακονών; ουχί ο ανακείμενος; εγώ δέ εν μέσω υμών ειμι ώς ο διακονών. 28 υμείς δέ εστε οι διαμεμενηκότες μετ' εμούεν τοίς πειρασμοίς μου. 29 καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετό μοι ο πατήρ μου βασιλείαν 30ίνα έσθητε καί πίνητε επί τής τραπέζης μου εν τή βασιλείαμου, καί καθήσεσθε επί θρόνων τάς δώδεκα φυλάς κρίνοντες τούΙσραήλ.

31 Σίμων Σίμων, ιδού ο Σατανάς εξητήσατο υμάς τούσινιάσαι ώς τόν σίτον. 32 εγώ δέ εδεήθην περί σούίνα μή εκλίπη η πίστις σου. καί σύ ποτε επιστρέψας στήρισον τούς αδελφούς σου. 33 ο δέ είπεν αυτώ, Κύριε, μετά σούέτοιμός ειμι καί εις φυλακήν καί εις θάνατον πορεύεσθαι. 34 ο δέ είπεν, Λέγω σοι, Πέτρε, ου φωνήσει σήμερον αλέκτωρ έως τρίς με απαρνήση ειδέναι.

35 Καί είπεν αυτοίς, Ότε απέστειλα υμάς άτερ βαλλαντίου καί πήρας καί υποδημάτων, μή τινος υστερήσατε; οι δέ είπαν, Ουθενός. 36 είπεν δέ αυτοίς, Αλλά νύν ο έχων βαλλάντιον αράτω, ομοίως καί πήραν, καί ο μή έχων πωλησάτω τό ιμάτιον αυτούκαί αγορασάτω μάχαιραν. 37 λέγω γάρ υμίν ότι τούτο τό γεγραμμένον δεί τελεσθήναι εν εμοί, τό Καί μετά ανόμων ελογίσθη. καί γάρ τό περί εμούτέλος έχει. 38 οι δέ είπαν, Κύριε, ιδού μάχαιραι ώδε δύο. ο δέ είπεν αυτοίς, Ικανόν εστιν.

39 Καί εξελθών επορεύθη κατά τό έθος εις τό Όρος τών Ελαιών. ηκολούθησαν δέ αυτώ καί οι μαθηταί. 40 γενόμενος δέ επί τούτόπου είπεν αυτοίς, Προσεύχεσθε μή εισελθείν εις πειρασμόν. 41 καί αυτός απεσπάσθη απ' αυτών ώσεί λίθου βολήν, καί θείς τά γόνατα προσηύχετο 42 λέγων, Πάτερ, ει βούλει παρένεγκε τούτο τό ποτήριον απ' εμού. πλήν μή τό θέλημά μου αλλά τό σόν γινέσθω. ά 43 ώφθη δέ αυτώ άγγελος απ' ουρανούενισχύων αυτόν. 44 καί γενόμενος εν αγωνίαεκτενέστερον προσηύχετο. καί εγένετο ο ιδρώς αυτούώσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντος επί τήν γήν.έ 45 καί αναστάς από τής προσευχής ελθών πρός τούς μαθητάς εύρεν κοιμωμένους αυτούς από τής λύπης, 46 καί είπεν αυτοίς, Τί καθεύδετε; αναστάντες προσεύχεσθε,ίνα μή εισέλθητε εις πειρασμόν.

47 Έτι αυτούλαλούντος ιδού όχλος, καί ο λεγόμενος Ιούδας είς τών δώδεκα προήρχετο αυτούς, καί ήγγισεν τώ Ιησούφιλήσαι αυτόν. 48 Ιησούς δέ είπεν αυτώ, Ιούδα, φιλήματι τόν υιόν τούανθρώπου παραδίδως; 49 ιδόντες δέ οι περί αυτόν τό εσόμενον είπαν, Κύριε, ει πατάξομεν εν μαχαίρη; 50 καί επάταξεν είς τις εξ αυτών τούαρχιερέως τόν δούλον καί αφείλεν τό ούς αυτούτό δεξιόν. 51 αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπεν, Εάτε έως τούτου. καί αψάμενος τούωτίου ιάσατο αυτόν. 52 είπεν δέ Ιησούς πρός τούς παραγενομένους επ' αυτόν αρχιερείς καί στρατηγούς τούιερούκαί πρεσβυτέρους, Ως επί ληστήν εξήλθατε μετά μαχαιρών καί ξύλων; 53 καθ' ημέραν όντος μου μεθ' υμών εν τώ ιερώ ουκ εξετείνατε τάς χείρας επ' εμέ. αλλ' αύτη εστίν υμών η ώρα καί η εξουσία τούσκότους.

54 Συλλαβόντες δέ αυτόν ήγαγον καί εισήγαγον εις τήν οικίαν τούαρχιερέως. ο δέ Πέτρος ηκολούθει μακρόθεν. 55 περιαψάντων δέ πύρ εν μέσω τής αυλής καί συγκαθισάντων εκάθητο ο Πέτρος μέσος αυτών. 56 ιδούσα δέ αυτόν παιδίσκη τις καθήμενον πρός τό φώς καί ατενίσασα αυτώ είπεν, Καί ούτος σύν αυτώ ήν. 57 ο δέ ηρνήσατο λέγων, Ουκ οίδα αυτόν, γύναι. 58 καί μετά βραχύ έτερος ιδών αυτόν έφη, Καί σύ εξ αυτών εί. ο δέ Πέτρος έφη, Άνθρωπε, ουκ ειμί. 59 καί διαστάσης ώσεί ώρας μιάς άλλος τις διϊσχυρίζετο λέγων, Επ' αληθείας καί ούτος μετ' αυτούήν, καί γάρ Γαλιλαίός εστιν. 60 είπεν δέ ο Πέτρος, Άνθρωπε, ουκ οίδα ό λέγεις. καί παραχρήμα έτι λαλούντος αυτούεφώνησεν αλέκτωρ. 61 καί στραφείς ο κύριος ενέβλεψεν τώ Πέτρω, καί υπεμνήσθη ο Πέτρος τούρήματος τούκυρίου ώς είπεν αυτώ ότι Πρίν αλέκτορα φωνήσαι σήμερον απαρνήση με τρίς. 62 καί εξελθών έξω έκλαυσεν πικρώς.

63 Καί οι άνδρες οι συνέχοντες αυτόν ενέπαιζον αυτώ δέροντες, 64 καί περικαλύψαντες αυτόν επηρώτων λέγοντες, Προφήτευσον, τίς εστιν ο παίσας σε; 65 καί έτερα πολλά βλασφημούντες έλεγον εις αυτόν.

66 Καί ώς εγένετο ημέρα, συνήχθη τό πρεσβυτέριον τούλαού, αρχιερείς τε καί γραμματείς, καί απήγαγον αυτόν εις τό συνέδριον αυτών, 67 λέγοντες, Ει σύ εί ο Χριστός, ειπόν ημίν. είπεν δέ αυτοίς, Εάν υμίν είπω ου μή πιστεύσητε. 68 εάν δέ ερωτήσω ου μή αποκριθήτε. 69 από τούνύν δέ έσται ο υιός τούανθρώπου καθήμενος εκ δεξιών τής δυνάμεως τούθεού. 70 είπαν δέ πάντες, Σύ ούν εί ο υιός τούθεού; ο δέ πρός αυτούς έφη, Υμείς λέγετε ότι εγώ ειμι. 71 οι δέ είπαν, Τί έτι έχομεν μαρτυρίας χρείαν; αυτοί γάρ ηκούσαμεν από τούστόματος αυτού.

23:1 Καί αναστάν άπαν τό πλήθος αυτών ήγαγον αυτόν επί τόν Πιλάτον. 2 ήρξαντο δέ κατηγορείν αυτούλέγοντες, Τούτον εύραμεν διαστρέφοντα τό έθνος ημών καί κωλύοντα φόρους Καίσαρι διδόναι καί λέγοντα εαυτόν Χριστόν βασιλέα είναι. 3 ο δέ Πιλάτος ηρώτησεν αυτόν λέγων, Σύ εί ο βασιλεύς τών Ιουδαίων; ο δέ αποκριθείς αυτώ έφη, Σύ λέγεις. 4 ο δέ Πιλάτος είπεν πρός τούς αρχιερείς καί τούς όχλους, Ουδέν ευρίσκω αίτιον εν τώ ανθρώπω τούτω. 5 οι δέ επίσχυον λέγοντες ότι Ανασείει τόν λαόν διδάσκων καθ' όλης τής Ιουδαίας, καί αρξάμενος από τής Γαλιλαίας έως ώδε.

6 Πιλάτος δέ ακούσας επηρώτησεν ει ο άνθρωπος Γαλιλαίός εστιν. 7 καί επιγνούς ότι εκ τής εξουσίας Ηρώδου εστίν ανέπεμψεν αυτόν πρός Ηρώδην, όντα καί αυτόν εν Ιεροσολύμοις εν ταύταις ταίς ημέραις. 8 ο δέ Ηρώδης ιδών τόν Ιησούν εχάρη λίαν, ήν γάρ εξ ικανών χρόνων θέλων ιδείν αυτόν διά τό ακούειν περί αυτού, καί ήλπιζέν τι σημείον ιδείν υπ' αυτούγινόμενον. 9 επηρώτα δέ αυτόν εν λόγοις ικανοίς. αυτός δέ ουδέν απεκρίνατο αυτώ. 10 ειστήκεισαν δέ οι αρχιερείς καί οι γραμματείς ευτόνως κατηγορούντες αυτού. 11 εξουθενήσας δέ αυτόν καί ο Ηρώδης σύν τοίς στρατεύμασιν αυτούκαί εμπαίξας περιβαλών εσθήτα λαμπράν ανέπεμψεν αυτόν τώ Πιλάτω. 12 εγένοντο δέ φίλοι ό τε Ηρώδης καί ο Πιλάτος εν αυτή τή ημέραμετ' αλλήλων. προϊπήρχον γάρ εν έχθραόντες πρός αυτούς.

13 Πιλάτος δέ συγκαλεσάμενος τούς αρχιερείς καί τούς άρχοντας καί τόν λαόν 14 είπεν πρός αυτούς, Προσηνέγκατέ μοι τόν άνθρωπον τούτον ώς αποστρέφοντα τόν λαόν, καί ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουθέν εύρον εν τώ ανθρώπω τούτω αίτιον ών κατηγορείτε κατ' αυτού, 15 αλλ' ουδέ Ηρώδης. ανέπεμψεν γάρ αυτόν πρός ημάς. καί ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστίν πεπραγμένον αυτώ. 16 παιδεύσας ούν αυτόν απολύσω. 17 18 ανέκραγον δέ παμπληθεί λέγοντες, Αίρε τούτον, απόλυσον δέ ημίν τόν Βαραββάν. 19 όστις ήν διά στάσιν τινά γενομένην εν τή πόλει καί φόνον βληθείς εν τή φυλακή. 20 πάλιν δέ ο Πιλάτος προσεφώνησεν αυτοίς, θέλων απολύσαι τόν Ιησούν. 21 οι δέ επεφώνουν λέγοντες, Σταύρου, σταύρου αυτόν. 22 ο δέ τρίτον είπεν πρός αυτούς, Τί γάρ κακόν εποίησεν ούτος; ουδέν αίτιον θανάτου εύρον εν αυτώ. παιδεύσας ούν αυτόν απολύσω. 23 οι δέ επέκειντο φωναίς μεγάλαις αιτούμενοι αυτόν σταυρωθήναι, καί κατίσχυον αι φωναί αυτών. 24 καί Πιλάτος επέκρινεν γενέσθαι τό αίτημα αυτών. 25 απέλυσεν δέ τόν διά στάσιν καί φόνον βεβλημένον εις φυλακήν όν ητούντο, τόν δέ Ιησούν παρέδωκεν τώ θελήματι αυτών.

26 Καί ώς απήγαγον αυτόν, επιλαβόμενοι Σίμωνά τινα Κυρηναίον ερχόμενον απ' αγρούεπέθηκαν αυτώ τόν σταυρόν φέρειν όπισθεν τούΙησού. 27 Ηκολούθει δέ αυτώ πολύ πλήθος τούλαούκαί γυναικών αί εκόπτοντο καί εθρήνουν αυτόν. 28 στραφείς δέ πρός αυτάς ο Ιησούς είπεν, Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μή κλαίετε επ' εμέ. πλήν εφ' εαυτάς κλαίετε καί επί τά τέκνα υμών, 29 ότι ιδού έρχονται ημέραι εν αίς ερούσιν, Μακάριαι αι στείραι καί αι κοιλίαι αί ουκ εγέννησαν καί μαστοί οί ουκ έθρεψαν.

30         τότε άρξονται λέγειν τοίς όρεσιν,

               Πέσετε εφ' ημάς,

           καί τοίς βουνοίς,

               Καλύψατε ημάς.

31 ότι ει εν τώ υγρώ ξύλω ταύτα ποιούσιν, εν τώ ξηρώ τί γένηται;

32 Ήγοντο δέ καί έτεροι κακούργοι δύο σύν αυτώ αναιρεθήναι. 33 καί ότε ήλθον επί τόν τόπον τόν καλούμενον Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν καί τούς κακούργους, όν μέν εκ δεξιών όν δέ εξ αριστερών. 34 άο δέ Ιησούς έλεγεν, Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασιν τί ποιούσιν.έ διαμεριζόμενοι δέ τά ιμάτια αυτούέβαλον κλήρους. 35 καί ειστήκει ο λαός θεωρών. εξεμυκτήριζον δέ καί οι άρχοντες λέγοντες, Άλλους έσωσεν, σωσάτω εαυτόν, ει ούτός εστιν ο Χριστός τούθεούο εκλεκτός. 36 ενέπαιξαν δέ αυτώ καί οι στρατιώται προσερχόμενοι, όξος προσφέροντες αυτώ 37 καί λέγοντες, Ει σύ εί ο βασιλεύς τών Ιουδαίων, σώσον σεαυτόν. 38 ήν δέ καί επιγραφή επ' αυτώ,Οβασιλεύς τών Ιουδαίων ούτος.

39 Είς δέ τών κρεμασθέντων κακούργων εβλασφήμει αυτόν λέγων, Ουχί σύ εί ο Χριστός; σώσον σεαυτόν καί ημάς. 40 αποκριθείς δέ ο έτερος επιτιμών αυτώ έφη, Ουδέ φοβή σύ τόν θεόν, ότι εν τώ αυτώ κρίματι εί; 41 καί ημείς μέν δικαίως, άξια γάρ ών επράξαμεν απολαμβάνομεν. ούτος δέ ουδέν άτοπον έπραξεν. 42 καί έλεγεν, Ιησού, μνήσθητί μου όταν έλθης εις τήν βασιλείαν σου. 43 καί είπεν αυτώ, Αμήν σοι λέγω, σήμερον μετ' εμούέση εν τώ παραδείσω.

44 Καί ήν ήδη ώσεί ώρα έκτη καί σκότος εγένετο εφ' όλην τήν γήν έως ώρας ενάτης 45 τούηλίου εκλιπόντος, εσχίσθη δέ τό καταπέτασμα τούναούμέσον. 46 καί φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπεν, Πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεμαι τό πνεύμά μου. τούτο δέ ειπών εξέπνευσεν. 47 Ιδών δέ ο εκατοντάρχης τό γενόμενον εδόξαζεν τόν θεόν λέγων, Όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν. 48 καί πάντες οι συμπαραγενόμενοι όχλοι επί τήν θεωρίαν ταύτην, θεωρήσαντες τά γενόμενα, τύπτοντες τά στήθη υπέστρεφον. 49 ειστήκεισαν δέ πάντες οι γνωστοί αυτώ από μακρόθεν, καί γυναίκες αι συνακολουθούσαι αυτώ από τής Γαλιλαίας, ορώσαι ταύτα.

50 Καί ιδού ανήρονόματι Ιωσήφ βουλευτής υπάρχων καί ανήρ αγαθός καί δίκαιος, 51 ούτος ουκ ήν συγκατατεθειμένος τή βουλή καί τή πράξει αυτών, από Αριμαθαίας πόλεως τών Ιουδαίων, ός προσεδέχετο τήν βασιλείαν τούθεού, 52 ούτος προσελθών τώ Πιλάτω ητήσατο τό σώμα τούΙησού, 53 καί καθελών ενετύλιξεν αυτό σινδόνι, καί έθηκεν αυτόν εν μνήματι λαξευτώ ού ουκ ήν ουδείς ούπω κείμενος. 54 καί ημέρα ήν παρασκευής, καί σάββατον επέφωσκεν. 55 Κατακολουθήσασαι δέ αι γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι εκ τής Γαλιλαίας αυτώ, εθεάσαντο τό μνημείον καί ώς ετέθη τό σώμα αυτού, 56 υποστρέψασαι δέ ητοίμασαν αρώματα καί μύρα.

Καί τό μέν σάββατον ησύχασαν κατά τήν εντολήν,

   24:1 τή δέ μιάτών σαββάτων όρθρου βαθέως επί τό μνήμα ήλθον φέρουσαι ά ητοίμασαν αρώματα. 2 εύρον δέ τόν λίθον αποκεκυλισμένον από τούμνημείου, 3 εισελθούσαι δέ ουχ εύρον τό σώμα τούκυρίου Ιησού. 4 καί εγένετο εν τώ απορείσθαι αυτάς περί τούτου καί ιδού άνδρες δύο επέστησαν αυταίς εν εσθήτι αστραπτούση. 5 εμφόβων δέ γενομένων αυτών καί κλινουσών τά πρόσωπα εις τήν γήν είπαν πρός αυτάς, Τί ζητείτε τόν ζώντα μετά τών νεκρών; 6 ουκ έστιν ώδε, αλλά ηγέρθη. μνήσθητε ώς ελάλησεν υμίν έτι ών εν τή Γαλιλαία, 7 λέγων τόν υιόν τούανθρώπου ότι δεί παραδοθήναι εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών καί σταυρωθήναι καί τή τρίτη ημέρααναστήναι. 8 καί εμνήσθησαν τών ρημάτων αυτού, 9 καί υποστρέψασαι από τούμνημείου απήγγειλαν ταύτα πάντα τοίς ένδεκα καί πάσιν τοίς λοιποίς. 10 ήσαν δέ η Μαγδαληνή Μαρία καί Ιωάννα καί Μαρία η Ιακώβου. καί αι λοιπαί σύν αυταίς έλεγον πρός τούς αποστόλους ταύτα. 11 καί εφάνησαν ενώπιον αυτών ώσεί λήρος τά ρήματα ταύτα, καί ηπίστουν αυταίς. 12Οδέ Πέτρος αναστάς έδραμεν επί τό μνημείον, καί παρακύψας βλέπει τάοθόνια μόνα. καί απήλθεν πρός εαυτόν θαυμάζων τό γεγονός.

13 Καί ιδού δύο εξ αυτών εν αυτή τή ημέραήσαν πορευόμενοι εις κώμην απέχουσαν σταδίους εξήκοντα από Ιερουσαλήμ, ή όνομα Εμμαούς, 14 καί αυτοί ώμίλουν πρός αλλήλους περί πάντων τών συμβεβηκότων τούτων. 15 καί εγένετο εν τώ ομιλείν αυτούς καί συζητείν καί αυτός Ιησούς εγγίσας συνεπορεύετο αυτοίς, 16 οι δέοφθαλμοί αυτών εκρατούντο τούμή επιγνώναι αυτόν. 17 είπεν δέ πρός αυτούς, Τίνες οι λόγοι ούτοι ούς αντιβάλλετε πρός αλλήλους περιπατούντες; καί εστάθησαν σκυθρωποί. 18 αποκριθείς δέ είςονόματι Κλεοπάς είπεν πρός αυτόν, Σύ μόνος παροικείς Ιερουσαλήμ καί ουκ έγνως τά γενόμενα εν αυτή εν ταίς ημέραις ταύταις; 19 καί είπεν αυτοίς, Ποία; οι δέ είπαν αυτώ, Τά περί ΙησούτούΝαζαρηνού, ός εγένετο ανήρ προφήτης δυνατός εν έργω καί λόγω εναντίον τούθεούκαί παντός τούλαού, 20 όπως τε παρέδωκαν αυτόν οι αρχιερείς καί οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου καί εσταύρωσαν αυτόν. 21 ημείς δέ ηλπίζομεν ότι αυτός εστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τόν Ισραήλ. αλλά γε καί σύν πάσιν τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει αφ' ού ταύτα εγένετο. 22 αλλά καί γυναίκές τινες εξ ημών εξέστησαν ημάς. γενόμεναιορθριναί επί τό μνημείον 23 καί μή ευρούσαι τό σώμα αυτούήλθον λέγουσαι καίοπτασίαν αγγέλων εωρακέναι, οί λέγουσιν αυτόν ζήν. 24 καί απήλθόν τινες τών σύν ημίν επί τό μνημείον, καί εύρον ούτως καθώς καί αι γυναίκες είπον, αυτόν δέ ουκ είδον. 25 καί αυτός είπεν πρός αυτούς, Ώανόητοι καί βραδείς τή καρδίατούπιστεύειν επί πάσιν οίς ελάλησαν οι προφήται. 26 ουχί ταύτα έδει παθείν τόν Χριστόν καί εισελθείν εις τήν δόξαν αυτού; 27 καί αρξάμενος από Μωϋσέως καί από πάντων τών προφητών διερμήνευσεν αυτοίς εν πάσαις ταίς γραφαίς τά περί εαυτού.

28 Καί ήγγισαν εις τήν κώμην ού επορεύοντο, καί αυτός προσεποιήσατο πορρώτερον πορεύεσθαι. 29 καί παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες, Μείνον μεθ' ημών, ότι πρός εσπέραν εστίν καί κέκλικεν ήδη η ημέρα. καί εισήλθεν τούμείναι σύν αυτοίς. 30 καί εγένετο εν τώ κατακλιθήναι αυτόν μετ' αυτών λαβών τόν άρτον ευλόγησεν καί κλάσας επεδίδου αυτοίς. 31 αυτών δέ διηνοίχθησαν οιοφθαλμοί καί επέγνωσαν αυτόν. καί αυτός άφαντος εγένετο απ' αυτών. 32 καί είπαν πρός αλλήλους, Ουχί η καρδία ημών καιομένη ήν εν ημίν ώς ελάλει ημίν εν τή οδώ, ώς διήνοιγεν ημίν τάς γραφάς; 33 καί αναστάντες αυτή τή ώραυπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, καί εύρον ηθροισμένους τούς ένδεκα καί τούς σύν αυτοίς, 34 λέγοντας ότι όντως ηγέρθη ο κύριος καί ώφθη Σίμωνι. 35 καί αυτοί εξηγούντο τά εν τή οδώ καί ώς εγνώσθη αυτοίς εν τή κλάσει τούάρτου.

36 Ταύτα δέ αυτών λαλούντων αυτός έστη εν μέσω αυτών καί λέγει αυτοίς, Ειρήνη υμίν. 37 πτοηθέντες δέ καί έμφοβοι γενόμενοι εδόκουν πνεύμα θεωρείν. 38 καί είπεν αυτοίς, Τί τεταραγμένοι εστέ, καί διά τί διαλογισμοί αναβαίνουσιν εν τή καρδίαυμών; 39 ίδετε τάς χείράς μου καί τούς πόδας μου ότι εγώ ειμι αυτός. ψηλαφήσατέ με καί ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα καίοστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα. 40 καί τούτο ειπών έδειξεν αυτοίς τάς χείρας καί τούς πόδας. 41 έτι δέ απιστούντων αυτών από τής χαράς καί θαυμαζόντων είπεν αυτοίς, Έχετέ τι βρώσιμον ενθάδε; 42 οι δέ επέδωκαν αυτώ ιχθύοςοπτούμέρος. 43 καί λαβών ενώπιον αυτών έφαγεν.

44 Είπεν δέ πρός αυτούς, Ούτοι οι λόγοι μου ούς ελάλησα πρός υμάς έτι ών σύν υμίν, ότι δεί πληρωθήναι πάντα τά γεγραμμένα εν τώ νόμω Μωϋσέως καί τοίς προφήταις καί ψαλμοίς περί εμού. 45 τότε διήνοιξεν αυτών τόν νούν τούσυνιέναι τάς γραφάς. 46 καί είπεν αυτοίς ότι Ούτως γέγραπται παθείν τόν Χριστόν καί αναστήναι εκ νεκρών τή τρίτη ημέρα, 47 καί κηρυχθήναι επί τώονόματι αυτούμετάνοιαν εις άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τά έθνη, αρξάμενοι από Ιερουσαλήμ. 48 υμείς μάρτυρες τούτων. 49 καί ιδού εγώ αποστέλλω τήν επαγγελίαν τούπατρός μου εφ' υμάς. υμείς δέ καθίσατε εν τή πόλει έως ού ενδύσησθε εξ ύψους δύναμιν.

50 Εξήγαγεν δέ αυτούς έξω έως πρός Βηθανίαν, καί επάρας τάς χείρας αυτούευλόγησεν αυτούς. 51 καί εγένετο εν τώ ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ' αυτών καί ανεφέρετο εις τόν ουρανόν. 52 καί αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης, 53 καί ήσαν διά παντός εν τώ ιερώ ευλογούντες τόν θεόν.